Είχα την τύχη να ακούσω στην Γερμανία από καθ΄ έδρας το φιλόσοφο Hans George Gadamer,
όταν ήταν 85 ετών και είχε από χρόνια συνταξιοδοτηθεί, αλλά δεν ήθελε
να εγκαταλείψει οριστικά την «κακή συνήθεια» της διδασκαλίας και των
φιλοσοφικών παραδόσεων. Τελείωσα τις σπουδές μου και επέστρεψα στην
Ελλάδα, ενώ ο φιλόσοφος λίγα χρόνια αργότερα συμπλήρωσε το 90στο έτος
του βίου του και με το γνωστό χιούμορ του δήλωσε κάποια στιγμή: «Είμαι η ελπίδα των εξηντάρηδων». Τελικώς ξεπέρασε και το όριο των εκατό ετών ζωής… Το παράδειγμα αναδεικνύει με χαρακτηριστικό τρόπο μια αλήθεια: και οι ηλικιωμένοι έχουν μπροστά τους μέλλον.
Η χώρα μας είναι εδώ και αρκετά χρόνια μια κατ΄ εξοχήν χώρα συνταξιούχων και γερόντων. Η γήρανση του πληθυσμού είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο τις διαστάσεις του οποίου δεν έχουμε ακόμη αντιληφθεί. Ο δείκτης των γεννήσεων στη χώρα ευρίσκεται πολύ πιο κάτω από το μέσο ευρωπαϊκό όρο γεννήσεων ανά γυναίκα. Το συναφή προβλήματα, όπως αυτό των ασφαλιστικών ταμείων, είναι γνωστά και δεν χρειάζονται περαιτέρω εξηγήσεις.
Σήμερα στις συνθήκες της διαρκούς κρίσης, της οικονομικής ύφεσης και της μαζικής ανεργίας μεγάλα τμήματα των νεότερων γενιών «συμπτύσσονται» στην οικογενειακή εστία για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της καθημερινής διαβίωσης. Ο κατοικήσιμος χώρος περιορίζεται: αυτό μπορεί, σε μερικές περιπτώσεις, να θεωρηθεί ως μια ακόμη συμβολή των παλαιότερων γενεών στην επιβίωση των νεοτέρων.
Η γήρανση ως φυσιολογική εξέλιξη του ανθρώπινου οργανισμού αρχίζει σχετικά νωρίς, αλλά ο κοινωνικός προσδιορισμός της έννοιας του γέροντος έχει αλλάξει. Σε προηγούμενες δεκαετίες άνθρωποι στην αρχή των πενήντα θεωρούνταν γέροι. Αυτό εδώ και πολλά χρόνια θεωρείται ως αναχρονισμός (ήδη πριν από δεκαετίες στο χώρο της εμπορικής λαϊκής μουσικής τραγουδήθηκε αυτή η αλλαγή: «ο πενηντάρης είναι ένας νέος της εποχής…»).
Από την άλλη, ενώ αλλάζει η κοινωνική αίσθηση για τη νεότητα και τα όριά της, το δημογραφικό πρόβλημα αποκτά σήμερα μια αντίστροφη σημασία από εκείνη που είχε στην πρώιμη φάση του καπιταλισμού. Τότε η κοινωνία ήταν υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει την ραγδαία αύξηση του πληθυσμού: τα νέα προλεταριακά στρώματα είχαν εκτινάξει τους δείκτες των γεννήσεων στα ύψη. Κάτι αντίστοιχο με αυτό που παρατηρούμε σήμερα σε πολλές χώρες του τρίτου κόσμου: υψηλός αριθμός γεννήσεων, χαμηλό προσδόκιμο ζωής.
Σήμερα στις σύγχρονες αναπτυγμένες κοινωνίες αντιμετωπίζουμε ένα διττό πρόβλημα, από τη μία δηλαδή τον χαμηλό δείκτη γεννήσεων, από την άλλη τη μακροζωία των γερόντων. Πρόκειται για μια συνολική βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια του σύγχρονου κόσμου, η οποία μας προβληματίζει μόνο κάθε φορά που επεκτεινόμαστε σε δημόσιες συζητήσεις για το ασφαλιστικό σύστημα και το μέλλον του.
Ενώ το προσδόκιμο ζωής στον τρίτο κόσμο με τις πολλές γεννήσεις είναι ακόμη πολύ χαμηλό στις δυτικές κοινωνίες η ιατρική επιστήμη και τα συστήματα υγείας και περίθαλψης επιμηκύνουν την ζωή των μελών τους. Ένα σημαντικό ερώτημα αφορά το κόστος αυτής της επιμήκυνσης της ζωής των ηλικιωμένων. Δε θα το απαντήσουμε φυσικά αυτό, αλλά σημειώνουμε ότι αυτό το κόστος συμβαδίζει με τις πολιτικές γήρατος που ασκούνται στις διάφορες χώρες. Στη χώρα μας η συγκροτημένη και συστηματική πολιτική απέναντι στους ηλικιωμένους είναι σχεδόν ανύπαρκτη.
Έχει αφεθεί στις οικογένειες των ηλικιωμένων, κατά συνέπεια και το οικονομικό κόστος της γήρανσης αναλαμβάνει στο μεγαλύτερο βαθμό η οικογένεια: πρόκειται για μια μορφή έμμεσης καταβολής «φόρου γερόντων» υπό τη μορφή παροχής υπηρεσιών φροντίδας. Τα ΚΑΠΗ αφορούν μόνο συγκεκριμένες κατηγορίες γερόντων. Εκείνες δηλαδή που δεν έχουν ανάγκη από βοήθεια τρίτων προσώπων. Πρόκειται για ηλικιωμένους στα πρώιμα γηρατειά, οι οποίοι έχουν ακόμη τη δυνατότητα να οργανώσουν τη ζωή τους και να αυτοεξηπηρετηθούν, όπως και να είναι κοινωνικώς δραστήριοι. Αλλά τα γηρατειά είναι μια αρκετά πολύπλοκη και σύνθετη κοινωνική πραγματικότητα, η οποία θα πρέπει να απαντηθεί με μια εξίσου πολύπλοκη και πολυδιάστατη κοινωνική πολιτική.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 έκανε την εμφάνισή της στο πεδίο των επιστημών και της έρευνας μια αυτοτελής επιστήμη, η κοινωνική γεροντολογία. Βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμά της είναι το στοιχείο της διεπιστημονικότητας. Εδώ διασταυρώνονται η ψυχολογία, η πολιτική επιστήμη, η κοινωνική ιατρική, η οικονομία, η κοινωνιοβιολογία, η βιολογία, η παιδαγωγική και η κοινωνική παιδαγωγική με τα δικά τους επιστημονικά ερωτήματα, τις δικές τους θέσεις και προτάσεις επί του ζητήματος της γήρανσης και των γηρατειών.
Έτσι μια πολιτική κοινωνικής γεροντολογίας θα πρέπει να συμπεριλάβει όλο το μείγμα αυτών των διαφορετικών επιστημών ως στοιχείο προσανατολισμού σε κάθε μορφή πολιτικής πράξης και πολιτικών παρεμβάσεων και στις σχετικές αποφάσεις μιας δημοτικής αρχής. Για αυτό επείγει να απεγκλωβιστεί η δημοτική πολιτική για την τρίτη ηλικία από τα παραδοσιακά στεγανά των δημοτικών υπηρεσιών, των παροχών εν είδει εξυπηρετήσεων και να προσανατολιστεί σε μια αρωγή προς τους ηλικιωμένους συμπολίτες μας μέσω μιας κοινωνικής πολιτικής που θα στηρίζεται στο σχέδιο και τη συμμετοχή σε αυτοδιοικητικό επίπεδο.
Η κοινωνική πολιτική προς τους ηλικιωμένους σε επίπεδο Τοπικής Αυτοδιοίκησης μπορεί να διακριθεί στις εξής κατηγορίες:
1.Σε εκείνες τις «υπηρεσίες-έδρας» που εξυπηρετούν τους ηλικιωμένους, όπως είναι τα ΚΑΠΗ, τα νοσοκομεία, τα γηροκομεία κλπ.
2. Στην ανοικτή βοήθεια προς τους ηλικιωμένους δηλαδή όλες εκείνες τις βοήθειες που μπορούν να δοθούν στους ηλικιωμένους εκτός από τις «υπηρεσίες-έδρας», όπως είναι διάφορες συμβουλευτικές υπηρεσίες, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κατ΄ οίκον, η κατάσταση κατοικήσιμου χώρου, η επικοινωνιακή και κοινωνική κατάσταση και η κατάσταση σε σχέση με το διαθέσιμο χώρο, καθώς και άλλα μέτρα που αφορούν τη συμβουλή, την προετοιμασία και την πρόληψη αναφορικά με τις ανάγκες των ηλικιωμένων. Δυστυχώς η «ανοιχτή βοήθεια» τις περισσότερες φορές καταλήγει στις εκδρομές των ΚΑΠΗ, τους ετήσιους χορούς και γενικά στο να μετατρέπεται το ΚΑΠΗ σε χώρο των πελατειακών σχέσεων.
Μόνο η αλλαγή πλεύσης και ο αναπροσανατολισμός στη βάση μιας σχεδιασμένης πολιτικής που θα λαμβάνει υπόψη της τις ανάγκες των ηλικιωμένων θα μπορέσει να φέρει ουσιαστικά αποτελέσματα και να απαγκιστρώσει τους ηλικιωμένους από το φάσμα της κατάθλιψης και της μοναξιάς.
3. Η βοήθεια προς τους ηλικιωμένους είναι ένα σημείο στο οποίο εφάπτονται η δημοτική πολιτική υγείας και η πολιτική κοινωνικής μέριμνας.
Σε κάθε περίπτωση η πολιτική του Δήμου απέναντι στους ηλικιωμένους εξαρτάται από τη σχέση των ηλικιωμένων με το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, π.χ. κάθε κατ΄ οίκον παροχή ιατροφαρμακευτικών υπηρεσιών σχετίζονται άμεσα με το σύστημα ασφάλισης. Για το λόγο αυτό η κοινωνική πολιτική θα πρέπει να συνδυάζει όλα τα στοιχεία που έχουν σχέση με τις κεντρικές δομές του κοινωνικού κράτους (του όποιου κοινωνικού κράτους υφίσταται ακόμη) για την πολιτική παρακολούθησης, επιτήρησης, μέριμνας στην Θεσσαλονίκη.
Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο χρειάζεται συνεργασία, συντονισμός και δικτύωση των μεμονωμένων στοιχείων του συστήματος. Στο βαθμό που όλες οι υπηρεσίες δε λειτουργούν συντονισμένα, συνεργατικά και λειτουργούν η μία δίπλα στην άλλη, σχεδόν «παράλληλα», δεν είναι δυνατόν ο μεμονωμένος ηλικιωμένος ή οι συγγενείς ή κηδεμόνες του να αντιληφθούν πως λειτουργεί το χάος των κρατικών υπηρεσιών και των πολύπλοκων δομών του συστήματος. Ο ρόλος της δημοτικής αρχής είναι ρόλος συντονιστικός που καθιστά το χάος εποπτεύσιμο και συντονίζει μέσω της κοινωνικής πολιτικής της όλες τις εμπλεκόμενες κρατικές υπηρεσίες και θεσμούς για την εξυπηρέτηση των ηλικιωμένων και για τη λειτουργία του σχεδίου, το οποίο διαθέτει για την κοινωνική πολιτική.
Μια τέτοια πολιτική συντονισμού εξοικονομεί χρήμα και χρόνο για τα δημόσια ταμεία και τα έξοδά της είναι πολύ μικρότερα από τις εργατοώρες και τα ποσά, τα οποία θα απολέσουν οι κηδεμόνες των ηλικιωμένων για να τακτοποιήσουν μια υπόθεση και να έχουν στο τέλος και μια απρογραμμάτιστη και κακή παροχή υπηρεσίας. Παρακάμπτω εδώ, λόγω έκτασης του κειμένου, το ζήτημα της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας και του γενικότερου οικονομικού αποτυπώματος στην περιοχή της Θεσσαλονίκης από μια τέτοια κοινωνική πολιτική απέναντι στην τρίτη ηλικία.
Η χώρα μας είναι εδώ και αρκετά χρόνια μια κατ΄ εξοχήν χώρα συνταξιούχων και γερόντων. Η γήρανση του πληθυσμού είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο τις διαστάσεις του οποίου δεν έχουμε ακόμη αντιληφθεί. Ο δείκτης των γεννήσεων στη χώρα ευρίσκεται πολύ πιο κάτω από το μέσο ευρωπαϊκό όρο γεννήσεων ανά γυναίκα. Το συναφή προβλήματα, όπως αυτό των ασφαλιστικών ταμείων, είναι γνωστά και δεν χρειάζονται περαιτέρω εξηγήσεις.
Σήμερα στις συνθήκες της διαρκούς κρίσης, της οικονομικής ύφεσης και της μαζικής ανεργίας μεγάλα τμήματα των νεότερων γενιών «συμπτύσσονται» στην οικογενειακή εστία για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της καθημερινής διαβίωσης. Ο κατοικήσιμος χώρος περιορίζεται: αυτό μπορεί, σε μερικές περιπτώσεις, να θεωρηθεί ως μια ακόμη συμβολή των παλαιότερων γενεών στην επιβίωση των νεοτέρων.
Η γήρανση ως φυσιολογική εξέλιξη του ανθρώπινου οργανισμού αρχίζει σχετικά νωρίς, αλλά ο κοινωνικός προσδιορισμός της έννοιας του γέροντος έχει αλλάξει. Σε προηγούμενες δεκαετίες άνθρωποι στην αρχή των πενήντα θεωρούνταν γέροι. Αυτό εδώ και πολλά χρόνια θεωρείται ως αναχρονισμός (ήδη πριν από δεκαετίες στο χώρο της εμπορικής λαϊκής μουσικής τραγουδήθηκε αυτή η αλλαγή: «ο πενηντάρης είναι ένας νέος της εποχής…»).
Από την άλλη, ενώ αλλάζει η κοινωνική αίσθηση για τη νεότητα και τα όριά της, το δημογραφικό πρόβλημα αποκτά σήμερα μια αντίστροφη σημασία από εκείνη που είχε στην πρώιμη φάση του καπιταλισμού. Τότε η κοινωνία ήταν υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει την ραγδαία αύξηση του πληθυσμού: τα νέα προλεταριακά στρώματα είχαν εκτινάξει τους δείκτες των γεννήσεων στα ύψη. Κάτι αντίστοιχο με αυτό που παρατηρούμε σήμερα σε πολλές χώρες του τρίτου κόσμου: υψηλός αριθμός γεννήσεων, χαμηλό προσδόκιμο ζωής.
Σήμερα στις σύγχρονες αναπτυγμένες κοινωνίες αντιμετωπίζουμε ένα διττό πρόβλημα, από τη μία δηλαδή τον χαμηλό δείκτη γεννήσεων, από την άλλη τη μακροζωία των γερόντων. Πρόκειται για μια συνολική βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια του σύγχρονου κόσμου, η οποία μας προβληματίζει μόνο κάθε φορά που επεκτεινόμαστε σε δημόσιες συζητήσεις για το ασφαλιστικό σύστημα και το μέλλον του.
Ενώ το προσδόκιμο ζωής στον τρίτο κόσμο με τις πολλές γεννήσεις είναι ακόμη πολύ χαμηλό στις δυτικές κοινωνίες η ιατρική επιστήμη και τα συστήματα υγείας και περίθαλψης επιμηκύνουν την ζωή των μελών τους. Ένα σημαντικό ερώτημα αφορά το κόστος αυτής της επιμήκυνσης της ζωής των ηλικιωμένων. Δε θα το απαντήσουμε φυσικά αυτό, αλλά σημειώνουμε ότι αυτό το κόστος συμβαδίζει με τις πολιτικές γήρατος που ασκούνται στις διάφορες χώρες. Στη χώρα μας η συγκροτημένη και συστηματική πολιτική απέναντι στους ηλικιωμένους είναι σχεδόν ανύπαρκτη.
Έχει αφεθεί στις οικογένειες των ηλικιωμένων, κατά συνέπεια και το οικονομικό κόστος της γήρανσης αναλαμβάνει στο μεγαλύτερο βαθμό η οικογένεια: πρόκειται για μια μορφή έμμεσης καταβολής «φόρου γερόντων» υπό τη μορφή παροχής υπηρεσιών φροντίδας. Τα ΚΑΠΗ αφορούν μόνο συγκεκριμένες κατηγορίες γερόντων. Εκείνες δηλαδή που δεν έχουν ανάγκη από βοήθεια τρίτων προσώπων. Πρόκειται για ηλικιωμένους στα πρώιμα γηρατειά, οι οποίοι έχουν ακόμη τη δυνατότητα να οργανώσουν τη ζωή τους και να αυτοεξηπηρετηθούν, όπως και να είναι κοινωνικώς δραστήριοι. Αλλά τα γηρατειά είναι μια αρκετά πολύπλοκη και σύνθετη κοινωνική πραγματικότητα, η οποία θα πρέπει να απαντηθεί με μια εξίσου πολύπλοκη και πολυδιάστατη κοινωνική πολιτική.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 έκανε την εμφάνισή της στο πεδίο των επιστημών και της έρευνας μια αυτοτελής επιστήμη, η κοινωνική γεροντολογία. Βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμά της είναι το στοιχείο της διεπιστημονικότητας. Εδώ διασταυρώνονται η ψυχολογία, η πολιτική επιστήμη, η κοινωνική ιατρική, η οικονομία, η κοινωνιοβιολογία, η βιολογία, η παιδαγωγική και η κοινωνική παιδαγωγική με τα δικά τους επιστημονικά ερωτήματα, τις δικές τους θέσεις και προτάσεις επί του ζητήματος της γήρανσης και των γηρατειών.
Έτσι μια πολιτική κοινωνικής γεροντολογίας θα πρέπει να συμπεριλάβει όλο το μείγμα αυτών των διαφορετικών επιστημών ως στοιχείο προσανατολισμού σε κάθε μορφή πολιτικής πράξης και πολιτικών παρεμβάσεων και στις σχετικές αποφάσεις μιας δημοτικής αρχής. Για αυτό επείγει να απεγκλωβιστεί η δημοτική πολιτική για την τρίτη ηλικία από τα παραδοσιακά στεγανά των δημοτικών υπηρεσιών, των παροχών εν είδει εξυπηρετήσεων και να προσανατολιστεί σε μια αρωγή προς τους ηλικιωμένους συμπολίτες μας μέσω μιας κοινωνικής πολιτικής που θα στηρίζεται στο σχέδιο και τη συμμετοχή σε αυτοδιοικητικό επίπεδο.
Η κοινωνική πολιτική προς τους ηλικιωμένους σε επίπεδο Τοπικής Αυτοδιοίκησης μπορεί να διακριθεί στις εξής κατηγορίες:
1.Σε εκείνες τις «υπηρεσίες-έδρας» που εξυπηρετούν τους ηλικιωμένους, όπως είναι τα ΚΑΠΗ, τα νοσοκομεία, τα γηροκομεία κλπ.
2. Στην ανοικτή βοήθεια προς τους ηλικιωμένους δηλαδή όλες εκείνες τις βοήθειες που μπορούν να δοθούν στους ηλικιωμένους εκτός από τις «υπηρεσίες-έδρας», όπως είναι διάφορες συμβουλευτικές υπηρεσίες, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κατ΄ οίκον, η κατάσταση κατοικήσιμου χώρου, η επικοινωνιακή και κοινωνική κατάσταση και η κατάσταση σε σχέση με το διαθέσιμο χώρο, καθώς και άλλα μέτρα που αφορούν τη συμβουλή, την προετοιμασία και την πρόληψη αναφορικά με τις ανάγκες των ηλικιωμένων. Δυστυχώς η «ανοιχτή βοήθεια» τις περισσότερες φορές καταλήγει στις εκδρομές των ΚΑΠΗ, τους ετήσιους χορούς και γενικά στο να μετατρέπεται το ΚΑΠΗ σε χώρο των πελατειακών σχέσεων.
Μόνο η αλλαγή πλεύσης και ο αναπροσανατολισμός στη βάση μιας σχεδιασμένης πολιτικής που θα λαμβάνει υπόψη της τις ανάγκες των ηλικιωμένων θα μπορέσει να φέρει ουσιαστικά αποτελέσματα και να απαγκιστρώσει τους ηλικιωμένους από το φάσμα της κατάθλιψης και της μοναξιάς.
3. Η βοήθεια προς τους ηλικιωμένους είναι ένα σημείο στο οποίο εφάπτονται η δημοτική πολιτική υγείας και η πολιτική κοινωνικής μέριμνας.
Σε κάθε περίπτωση η πολιτική του Δήμου απέναντι στους ηλικιωμένους εξαρτάται από τη σχέση των ηλικιωμένων με το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, π.χ. κάθε κατ΄ οίκον παροχή ιατροφαρμακευτικών υπηρεσιών σχετίζονται άμεσα με το σύστημα ασφάλισης. Για το λόγο αυτό η κοινωνική πολιτική θα πρέπει να συνδυάζει όλα τα στοιχεία που έχουν σχέση με τις κεντρικές δομές του κοινωνικού κράτους (του όποιου κοινωνικού κράτους υφίσταται ακόμη) για την πολιτική παρακολούθησης, επιτήρησης, μέριμνας στην Θεσσαλονίκη.
Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο χρειάζεται συνεργασία, συντονισμός και δικτύωση των μεμονωμένων στοιχείων του συστήματος. Στο βαθμό που όλες οι υπηρεσίες δε λειτουργούν συντονισμένα, συνεργατικά και λειτουργούν η μία δίπλα στην άλλη, σχεδόν «παράλληλα», δεν είναι δυνατόν ο μεμονωμένος ηλικιωμένος ή οι συγγενείς ή κηδεμόνες του να αντιληφθούν πως λειτουργεί το χάος των κρατικών υπηρεσιών και των πολύπλοκων δομών του συστήματος. Ο ρόλος της δημοτικής αρχής είναι ρόλος συντονιστικός που καθιστά το χάος εποπτεύσιμο και συντονίζει μέσω της κοινωνικής πολιτικής της όλες τις εμπλεκόμενες κρατικές υπηρεσίες και θεσμούς για την εξυπηρέτηση των ηλικιωμένων και για τη λειτουργία του σχεδίου, το οποίο διαθέτει για την κοινωνική πολιτική.
Μια τέτοια πολιτική συντονισμού εξοικονομεί χρήμα και χρόνο για τα δημόσια ταμεία και τα έξοδά της είναι πολύ μικρότερα από τις εργατοώρες και τα ποσά, τα οποία θα απολέσουν οι κηδεμόνες των ηλικιωμένων για να τακτοποιήσουν μια υπόθεση και να έχουν στο τέλος και μια απρογραμμάτιστη και κακή παροχή υπηρεσίας. Παρακάμπτω εδώ, λόγω έκτασης του κειμένου, το ζήτημα της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας και του γενικότερου οικονομικού αποτυπώματος στην περιοχή της Θεσσαλονίκης από μια τέτοια κοινωνική πολιτική απέναντι στην τρίτη ηλικία.
Τέλος, σημειώνω ότι η Θεσσαλονίκη χωρικά επεκτείνεται ραγδαία και αυτό δημιουργεί ένα επιπρόσθετο πρόβλημα σε κάθε παρόμοια πολιτική.
Το ζήτημα σχετίζεται με τη γενικότερη οργάνωση του δημόσιου χώρου και τη μέριμνα για τις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, μεταξύ αυτών και οι ηλικιωμένοι, και θα εξεταστεί εν καιρώ σε άλλο άρθρο.
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της Σοσιαλιστικής Προοπτικής και υποψήφιος Δημοτικός Σύμβουλος της Δ.Κ. Θεσ/νίκης «Υψίπολις» με επικεφαλής τον Γρηγόρη Ζαρωτιάδη.
Το ζήτημα σχετίζεται με τη γενικότερη οργάνωση του δημόσιου χώρου και τη μέριμνα για τις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, μεταξύ αυτών και οι ηλικιωμένοι, και θα εξεταστεί εν καιρώ σε άλλο άρθρο.
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της Σοσιαλιστικής Προοπτικής και υποψήφιος Δημοτικός Σύμβουλος της Δ.Κ. Θεσ/νίκης «Υψίπολις» με επικεφαλής τον Γρηγόρη Ζαρωτιάδη.
Το μέλλον υφίσταται και για τους ηλικιωμένους
Reviewed by ΕΠΑΜ ΕΡΕΤΡΙΑΣ
on
Τετάρτη, Απριλίου 24, 2019
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια: