Χωρίς εισοδηματικά πλεονάσματα στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς δεν θα δούμε άσπρη μέρα



Του Δημήτρη Καζάκη


«Ο Αναξαγόρας υποστήριζε, ότι το χιόνι είναι μαύρο, αλλά κανένας δεν τον πίστευε,» έλεγε σε μια διάλεξή του ο Μπέρτραντ Ράσελ μέσα στη δίνη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Όμως δοθέντων των κατάλληλων μέσων και τρόπων, είναι δυνατόν στο μέλλον – όπως προέβλεπε ο φιλόσοφος και μαθηματικός Ράσελ – να υποχρεώσει κανείς με όρους κοινωνικής ψυχολογίας μια ολόκληρη κοινωνία να πιστεύει ότι όντως το χιόνι είναι μαύρο.

Πώς; Κυρίως με το πώς «η γνώμη ότι το χιόνι είναι άσπρο πρέπει να θεωρείται ότι φανερώνει ένα νοσηρό εκκεντρικό γούστο.» Κι επομένως το μόνο έργο που απομένει για τους επιστήμονες σ’ αυτήν την δυστοπία του μέλλοντος είναι μία και μόνη: «ν’ ανακαλύψουν πόσο ακριβώς κοστίζει κατά κεφαλή το να κάνουν τα παιδιά να πιστεύουν ότι το χιόνι είναι μαύρο και πόσο λιγότερο θα κόστιζε, αν τα έκαναν μόνο να πιστεύουν ότι το χιόνι είναι σκούρο γκρίζο.»(1)

Το γεγονός βέβαια ότι το χιόνι είναι άσπρο, δεν είναι παρά μια νοσηρή, γραφική, εκκεντρική άποψη, που όπως είναι απολύτως φυσικό δεν αφορά διόλου την επιστήμη. Φανταστείτε λοιπόν τι έχει να πάθει εκείνος που υποστηρίζει το αυτονόητο, ότι δηλαδή το χιόνι είναι άσπρο, μέσα σε μια κοινωνία, η οποία πιστεύει ακράδαντα με συνήγορο την κατεστημένη επιστήμη ότι το χιόνι είναι μαύρο, ή έστω σκούρο γκρι.

Το άσπρο, μαύρο.

Το ίδιο συμβαίνει και με τον Κρατικό Προϋπολογισμό που ψηφίστηκε πριν τρεις ημέρες στη Βουλή. Μια συγχορδία σεσημασμένων απατεώνων της πολιτικής και της οικονομίας με τη βοήθεια της πιο άθλιας και πουλημένης «ενημέρωσης» στην υφήλιο, επιχειρούν να μας πείσουν ότι το χιόνι είναι μαύρο και οφείλει να είναι μαύρο. Το πολύ-πολύ να είναι σκούρο γκρι, όπως ισχυρίζονται όσοι διατυπώνουν αντιπολιτευτικές ενστάσεις.

Η επιχείρηση αυτή επικεντρώνεται στο περίφημο πρωτογενές πλεόνασμα της κυβέρνησης. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο συναγωνίζονται κυβέρνηση και αντιπολίτευση. Η μεν κυβέρνηση επιδιώκει να υπερβεί το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων που θέτουν αυθαίρετα οι δανειστές – το χιόνι είναι μαύρο! – ενώ η αντιπολίτευση και οι ασκούντες κριτική στην κυβέρνηση ισχυρίζονται ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα οφείλουν να είναι χαμηλότερου ύψους – δηλαδή το χιόνι είναι σκούρο γκρίζο.

Κανένας από δαύτους δεν ασχολήθηκε με το αυτονόητο και το προφανές. Από πού προκύπτουν τα πρωτογενή πλεονάσματα του προϋπολογισμού; Από το εισόδημα του νοικοκυριού. Ποια είναι η κατάσταση του διαθέσιμου εισοδήματος του οικογενειακού προϋπολογισμού, προκειμένου να μιλάμε στα σοβαρά για πρωτογενή πλεονάσματα του προϋπολογισμού; Κανέναν δεν ενδιαφέρει.

Το γεγονός δηλαδή ότι το χιόνι είναι άσπρο – όχι μαύρο, ούτε σκούρο γκρι – κι επομένως για να υπάρξει πρωτογενές πλεόνασμα στα δημοσιονομικά, θα πρέπει να υπάρχει πολλαπλάσιο εισοδηματικό πλεόνασμα στα οικονομικά του νοικοκυριού, φαντάζει αδιανόητο. Συνεπώς η επιδίωξη πρωτογενούς πλεονάσματος στα δημοσιονομικά του κράτους υπό συνθήκες δραστικής μείωσης της αγοραστικής αξίας του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, συνιστά αφαίμαξη, ληστεία του κοινού ποινικού δικαίου, που οδηγεί τόσο την κοινωνία, όσο και ολόκληρη την οικονομία στην εξαθλίωση και την κατάρρευση..

Η επιστήμη του ζόφου.

Κι αυτό δεν γίνεται λόγω λανθασμένης δημοσιονομικής συνταγής. Ούτε μόνο λόγω ιδεοληψιών που κατάγονται από την χρυσή εποχή του καπιταλισμού, όπου οι πιο φανατικοί λάτρεις της ελεύθερης αγοράς, όπως ο Αββάς Τζόσεφ Τάουνσεντ στα 1786, πίστευαν ακλόνητα ότι όσο πιο εκτεταμένη είναι η φτώχεια και η πείνα στην κοινωνία, τόσο μεγαλύτερος είναι ο πλούτος της οικονομίας.(2)

Η λογική αυτή αποτυπώθηκε ανεξίτηλα στο δόγμα της σπανιότητας των μέσων και των πόρων ικανοποίησης των αναγκών. Κι επομένως οι πολλοί, οι φτωχοί, οι εργαζόμενοι θα πρέπει να υπομένουν την εξαθλίωση διότι υπάρχει πάντα έλλειψη μέσων και πόρων για την ικανοποίηση των δικών τους αναγκών. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η έλλειψη θα πρέπει πρώτα να υπάρξουν επαρκείς επενδύσεις, για να μπορούν να ελπίζουν οι φτωχοί ότι ίσως στο απώτερο μέλλον βελτιωθεί κάπως η θέση τους.

Ωστόσο για να υπάρξουν επενδύσεις, θα πρέπει οι λίγοι κάτοχοι του χρήματος να έχουν τη δυνατότητα όλο και μεγαλύτερων κερδών. Και για να υπάρξουν μεγαλύτερα κέρδη, αναγκαστικά θα πρέπει να αποσπούν περισσότερη απλήρωτη εργασία περιορίζοντας τα μέσα επιβίωσης από τους εργαζόμενους. Έτσι κλείνει ο φαύλος κύκλος, που οδηγεί αναγκαστικά τον φτωχό να γίνεται φτωχότερος και τον πλούσιο, πλουσιότερο.
Το δόγμα αυτό χαρακτηρίστηκε από τον Τόμας Κάρλαϊλ στις αρχές του 19ου αιώνα ως «επιστήμη του ζόφου», ή ζοφερή επιστήμη, ενώ ονόμασε τους καθηγητές της σε «καθηγητές της επιστήμης του ζόφου».(3)

Στον αιώνα που ακολούθησε χρειάστηκαν άοκνες και ακαταπόνητες προσπάθειες για να απαλλαγεί η οικονομία από το ζοφερό αυτό δόγμα ώστε να μετατραπεί όντως σε επιστήμη. «Mίσος, γελοιοποίηση και περιφρόνηση, θα μπορούσε να πει κανείς χωρίς μεγάλη υπερβολή, είναι η μοίρα του οικονομολόγου, που είναι οπαδός αυτού που συνηθίζαμε να αποκαλούμε ζοφερή επιστήμη, η οποία εξακολουθεί να θεωρείται ζοφερή αν και όχι πλέον επιστήμη. Και ζοφερή, κατά μία έννοια, είναι, δεδομένου ότι ασχολείται με την σπανιότητα, δηλαδή με το να μην είμαστε σε θέση να έχουμε τόσα πολλά αγαθά όσα θα θέλαμε.»(4)

Ήταν οι ηρωικές εποχές της οικονομίας, όπου προϋπόθεση μιας στοιχειωδώς επιστημονικής προσέγγισης ήταν πρώτα απ’ όλα να απαλλαγεί κανείς από τα δόγματα και κυρίως εκείνα του ζόφου. Ήταν η περίοδος όπου η οικονομία θεωρούσε χρέος της να ασχοληθεί με την πραγματική οικονομία όχι από την σκοπιά των λίγων εχόντων και κατεχόντων, αλλά των πολλών. Ήταν η εποχή που η οικονομία είχε θέσει ως αναπαλλοτρίωτο καθήκον της, προτεραιότητα και προϋπόθεση κάθε μεγαλόπνοου σχεδίου της, την πλήρη σταθερή απασχόληση και την πραγματική άνοδο της αγοραστικής δύναμης κυρίως όσων ζουν από την εργασία. Σ’ αυτό το πεδίο αναμετρούνταν οι πιο σπουδαίες οικονομικές θεωρίες και πολιτικές.
Ήταν η περίοδος όπου οι «καθηγητές της επιστήμης του ζόφου» ήταν αντικείμενο λοιδορίας, ταπείνωσης και απαξίωσης τόσο από την επιστημονική κοινότητα, όσο και την κοινωνία. Ήταν η εποχή που η οικονομία είχε εν πολλοίς αντιληφθεί ότι το χιόνι είναι εκ φύσεως άσπρο και για να γίνει μαύρο, ή έστω σκούρο γκρι, θα πρέπει με κάποιον τρόπο να το λερώσουν.
Η πορεία του οικογενειακού ελλείμματος.

Σε αντίθεση με σήμερα όπου οι «καθηγητές της επιστήμης του ζόφου» λύνουν και δένουν με τις πλάτες και προς όφελος της πιο ζοφερής και παρασιτικής ολιγαρχίας που υπήρξε ποτέ. Με χούγια, τρόπο, φιλοσοφία και ηθική ζωής ανάλογη με εκείνη του πιο πωρωμένου εγκληματία. Ο υπόκοσμος στις κορυφές της αστικής κοινωνίας.

Να γιατί το να συζητά κανείς και μόνο το γεγονός ότι αυτό που προέχει δεν είναι το δημοσιονομικό πρωτογενές πλεόνασμα που θέλουν να καρπωθούν οι δανειστές, αλλά τα οικονομικά του νοικοκυριού. Κι επομένως όσο υφίσταται αυτό το ανελέητο και αδίστακτο κυνηγητό του πρωτογενούς πλεονάσματος – και μάλιστα υπέρ των δανειστών – τόσο περισσότερο θα επιδεινώνεται η κατάσταση των νοικοκυριών, τόσο πιο δύσκολα θα τα φέρνουν βόλτα, τόσο πιο εκτεταμένη θα είναι η λεηλασία του λιγοστού οικογενειακού εισοδήματος.





Προς επαλήθευση όσων λέμε δείτε το διάγραμμα που παραθέτουμε. Τα στοιχεία είναι επίσημα και αφορούν στο έλλειμμα του οικογενειακού προϋπολογισμού. Η «καθαρή ετήσια λήψη δανείων» δεν αφορά στον δανεισμό των νοικοκυριών, αλλά αποτυπώνει το ύψος του ελλείμματος του διαθέσιμου εισοδήματος που πρέπει να καλυφθεί με κάποιον τρόπο προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι βασικές ανάγκες του νοικοκυριού. Συνιστά δηλαδή έλλειμμα διαθέσιμου εισοδήματος.
Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα του ΟΟΣΑ με τόσο μεγάλα ελλείμματα του οικογενειακού προϋπολογισμού, τα οποία συνεχίζουν να βαθαίνουν. Παραθέτουμε ένα σύνθετο διάγραμμα του ΟΟΣΑ όπου υπολογίζεται το έλλειμμα του οικογενειακού προϋπολογισμού των νοικοκυριών με βάση τις αρνητικές αποταμιεύσεις.




Τι δείχνει το διάγραμμα; Κάτι πολύ απλό. Το έλλειμμα του οικογενειακού προϋπολογισμού στην Ελλάδα βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα απ’ όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ. Κι επομένως αν θέλουμε στ’ αλήθεια να δούμε ανάκαμψη, τουλάχιστον στο μέσο επίπεδο της ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τότε το οικογενειακό έλλειμμα της τάξης του 17% θα πρέπει να γίνει πλεόνασμα διαθέσιμου εισοδήματος τουλάχιστον 3% για τα νοικοκυριά.

Αυτό σημαίνει μια αύξηση της τάξης τουλάχιστον 20% στο διαθέσιμο εισόδημα του μέσου νοικοκυριού στην Ελλάδα. Και μάλιστα από το πρώτο κιόλας έτος. Διαφορετικά ξεχάστε το. Είναι παντελώς αδύνατο να πετύχουμε ως ρυθμούς ανόδου ακόμη και τους μέσους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η περίοδος από το 1999 έως το 2009, η οποία αφορά πρωτίστως την προετοιμασία και την είσοδο της χώρας στην ευρωζώνη, στηρίχθηκε στην διόγκωση του ελλείμματος στο ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Το έλλειμμα από 6% το 1999 κατέληξε στο 14% το 2007 στο ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα.

Πώς καλύφθηκε το έλλειμμα αυτό; Με τραπεζικό δανεισμό. Τα νοικοκυριά κατέφευγαν μαζικά στον τραπεζικό δανεισμό – κυρίως καταναλωτικό – προκειμένου να καλύψουν αυτό το έλλειμμα εισοδήματος. Δεν είναι τυχαίο που την περίοδο αυτή εκτινάχθηκε το ιδιωτικό χρέος των νοικοκυριών στις εγχώριες τράπεζες. Κυρίως για καταναλωτικούς σκοπούς.

Από το 2008 και έπειτα παρατηρείται μια οριακή μείωση του ελλείμματος ως ποσοστού στο ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Ο λόγος είναι η πτώση της οικονομίας αφενός και αφετέρου το κλείσιμο της κάνουλας των τραπεζικών δανείων.

Τα νοικοκυριά την εποχή της επιβολής των μνημονίων επιχείρησαν να περιορίσουν δραστικά τις δαπάνες τους και ως εκ τούτου το έλλειμμά τους στο διαθέσιμο εισόδημα. Ιδίως σε μια περίοδο όπου δεν μπορούσαν να προσφύγουν σε δανεισμό από τις τράπεζες.

Παρ’ όλα αυτά το έλλειμμα ως ποσοστό στο ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών κυμάνθηκε ανάμεσα στο -7% και -8%. Τα νοικοκυριά επιχείρησαν να το καλύψουν με κάθε δυνατό τρόπο. Είναι εποχή της μαζικής πώλησης κάθε λογής τιμαλφούς.

Με στόχο την γενική εκποίηση.

Από το 2015 και χάρις στην δραστική συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος, το έλλειμμα στο οικογενειακό προϋπολογισμό των νοικοκυριών, άρχισε να εκτινάσσεται. Αυτό αποτελεί μέγιστη κατάκτηση των κυβερνήσεων Τσίπρα και της λογιστικής επίτευξης των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Τα νοικοκυριά αναγκάστηκαν να επωμιστούν μεγαλύτερα βάρη λόγω στης δραστικής περικοπής των δαπανών του προϋπολογισμού, κυρίως των κοινωνικών δαπανών.





Δείτε για παράδειγμα την επιβάρυνση στη μέση δαπάνη για υγεία και εκπαίδευση στους ετήσιους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Οι δαπάνες για εκπαίδευση κυμαίνονται από 0,5% στη ∆ανία έως 3,2% του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών στην Ελλάδα. H Ελλάδα και η Πολωνία καταγράφουν τη μεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη για την υγεία, 7,3% και 4,8 % του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, αντίστοιχα.

Με άλλα λόγια στην Ελλάδα έχουμε την μεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη από κάθε άλλη χώρα τόσο της ευρωζώνης, όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για εκπαίδευση και υγεία. Κι όλα αυτά για να μπορεί ο κρατικός προϋπολογισμός να δαπανά τα λιγότερα από τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης για παιδεία και υγεία.

Το αποτέλεσμα; Η εκτίναξη του ελλείμματος ως ποσοστό του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος, το οποίο το 2017 αισίως έφτασε το -12%. Ενώ τα στοιχεία των πρώτων δύο τριμήνων του 2018 το έλλειμμα εκτινάχθηκε στο -15%. Ιστορικό ρεκόρ ολόκληρης της περιόδου από την ένταξη στην ευρωζώνη.

Κι όλα αυτά χάρις στην πολιτική του πρωτογενούς ελλείμματος προς όφελος των δανειστών. Αν είναι λοιπόν να εκτινάσσεται το έλλειμμα του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, να βράσω την αύξηση του ΑΕΠ και την μείωση του δείκτη της ανεργίας.

Πώς όμως καλύπτουν τα νοικοκυριά το εκτινασσόμενο οικογενειακό έλλειμμα; Αφενός με δραστική μείωση των μελών τους, ώστε να έχουν λιγότερα «στόματα να θρέψουν», όπως λέει ο λαός. Κι αυτό ενισχύει και θα ενισχύει κάθε χρόνο την απόλυτη μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας είτε μέσα από το άνοιγμα όλο και περισσότερο της ψαλίδας ανάμεσα σε θανάτους και γεννήσεις, είτε μέσα από την μετανάστευση στο εξωτερικό κυρίως των πιο παραγωγικών ηλικιών.

Αφετέρου, τα νοικοκυριά καθώς έχουν εξαντλήσει τα αποθεματικά τους σε πολύ μεγάλο βαθμό και έχουν πουλήσει τα τιμαλφή, κινούνται πλέον σε τροχιά πώλησης της ακίνητης περιουσίας που τους έχει απομείνει. Το γεγονός αυτό έχει δώσει μια οριακή ώθηση στην οικονομία, αλλά αφορά μόνο και αποκλειστικά μια επιδερμική άνοδο του ΑΕΠ χωρίς βάθος και μέλλον.

Την εποχή αυτή αλλάζει χέρια η ιδιωτική ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα. Και με την αναμενόμενη λαίλαπα των πλειστηριασμών είναι σχεδόν σίγουρο ότι το «κεραμίδι» που κάποτε ονειρευόταν κάθε ελληνική οικογένεια, θα γίνει όνειρο απατηλής νυκτός. Πολύ σύντομα θα μάθουμε όλοι μας εμείς οι νεότεροι τι σήμαινε για το επίπεδο διαβίωσης της μεγάλης πλειοψηφίας ο στίχος του ποιητή, αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή!

Αν δεν απαλλαγούμε το ταχύτερο δυνατό από τους εκπροσώπους του ζόφου, αν δεν δώσουμε την πρέπουσα σημασία και την άμεση προτεραιότητα που απαιτείται στην άνοδο του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, τότε δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε τίποτε. Όσο γι’ αυτούς που τάζουν, ή ονειρεύονται την επιστροφή στην προτέρα κατάσταση όπου το έλλειμμα επί του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών καλυπτόταν μέσα από έναν τρελό ιδιωτικό δανεισμό από τις τράπεζες, ας το ξεχάσουν.

Ο μόνος δρόμος, η μόνη εναλλακτική στο σημερινό αδιέξοδο είναι μπροστά. Μέσα από μια δημοσιονομική πολιτική που δεν θα κυνηγά πρωτογενή πλεονάσματα, ούτε θα υπακούει σε εντολές έξωθεν, αλλά θα χρηματοδοτεί άμεσα την υπερκάλυψη του ελλείμματος του οικογενειακού προϋπολογισμού και τις επενδύσεις που χρειάζονται ώστε να βρουν όλοι πλήρη και σταθερή απασχόληση με όρους παραγωγής και παραγωγικότητας τέτοιας που εξασφαλίζει ικανοποιητικές αποδοχές για όλους.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Μπέρτραντ Ράσελ, Επιστήμη & Κοινωνία, Αθήνα: Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, 1975, σ. 40.

2. Joseph Townsend, A dissertation on the poor laws by a well-wisher to mankind, Berkeley: University of California Press, 1971.

3. Thomas Carlyle, Collected Works Vol. XIX, London: Chapman & Hall, 1859, σ. 52, κ.ά.

4. G. L. S. Shackle, Economics for Pleasure. Cambridge: University Press, 1959, σ. 1.

Ο Δημήτρης Καζάκης είναι Πρόεδρος του Ε.ΠΑ.Μ.


Πηγή: https://www.epamhellas.gr
Χωρίς εισοδηματικά πλεονάσματα στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς δεν θα δούμε άσπρη μέρα Χωρίς εισοδηματικά πλεονάσματα στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς δεν θα δούμε άσπρη μέρα Reviewed by ΕΠΑΜ ΕΡΕΤΡΙΑΣ on Δευτέρα, Δεκεμβρίου 24, 2018 Rating: 5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.