Θεμελιώδης Αρχή του Δημοκρατικού Πολιτεύματος, η Λαϊκή Κυριαρχία


Του Δημήτρη Παναγιωτόπουλου
Εισαγωγή -Ιστορικά στοιχεία
Κυρίαρχο ερώτημα που τίθεται σήμερα είναι πως νοείται και με ποιον τρόπο η συγκέντρωση της εξουσίας των πολιτών; Το δημοκρατικό πολίτευμα λειτουργεί για την εξασφάλιση την κοινωνική και την ατομική ευημερία των πολιτών;.
Στο πλαίσιο αυτών των ερωτημάτων: Ποιος άρχει; Λειτουργεί το Δημοκρατικό μας πολίτευμα;

Τίθεται δηλαδή το θέμα της διακεκριμένης λειτουργίας της εξουσίας και σε ποιο βαθμό η νομιμοποιητικής βάση αυτού η λαϊκή κυριαρχία είναι παρούσα στην υπηρεσία το κοινού – δημοσίου  συμφέροντος, ως κοινό αγαθό,  απαραίτητο για τη συλλογική ευημερία. Το κοινόν εμπεριέχει το λόγο της κοινότητας, λόγος που αναδεικνύει τη συλλογικότητα μέσα στην οποία υφίσταται και η ατομικότητα, όπως καταγράφηκε στον ορίζοντα του ελληνικού πολιτισμού.
Στην διαμόρφωση μιας δημοκρατικής πολιτικής θεωρίας η κλασσική ελληνική σκέψη οφείλει να είναι σήμερα πρότυπο. Μέσα σε τρεις σχεδόν αιώνες στην Αθήνα υπήρξε μια διαρκής μεταβολή των θεσμών με τον  ίδιο τον πολίτη ήταν στην εξουσία, μόριον της πόλεως, μια άνευ προηγουμένου διαπάλη ανάμεσα στις συντηρητικές, ολιγαρχικές, αριστοκρατικές δυνάμεις και στις δυνάμεις της Δημοκρατίας, με την επικράτηση και τη συνέπεια της οποίας δοξάζεται ακόμα ο ελληνικός πολιτισμός.
Στη αρχή της λαϊκής κυριαρχίας θεμελίωσαν την Επανάσταση οι Αμερικανοί. Ο Βενιαμίν Φραγκλίνος διατύπωσε  την ιδέα ότι, «[…] οι κυβερνώντες είναι οι υπηρέτες και οι πολίτες είναι οι ανώτεροι και κυρίαρχοί τους». Κεντρικό σύνθημα στη Γαλλία, στη  περίοδο μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών αναταραχών που διήρκεσε από το 1789 έως το 1799 , ήταν το τρίπτυχο «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη».
Στον  αγώνα των Ελλήνων του 1821  για εθνική ανεξαρτησία εξ αρχής  και εκ παραλλήλου τίθεται και το αίτημα της λαϊκής κυριαρχίας, για τη διοίκηση με τις αρχές  της Δημοκρατίας και την προβολή των ιδεών αυτής στην πράξη. Ειδική ήταν η υποστήριξή των κατατρεγμένων και αδικημένων και η εξασφάλιση Συντάγματος ενάντια σε   κάθε μορφή αυταρχικής εξουσίας από τους αγωνιστές του 1821.
Στις 3η Σεπτέμβρη 1843 το αίτημα της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας τίθεται με επαναστατικό τρόπο και με την καθιέρωση Συντάγματος επαναστατικώ δικαίω θεσπίζονται Συνταγματικές διατάξεις κυβερνητικής εξουσίας, πολλές από τις οποίες παρίστανται σε όλα τα επόμενα Συντάγματα. Έτσι τίθεται τέλος στην ελέω θεού μοναρχία του Όθωνα με  τη μεταβολή της σε συνταγματική μοναρχία η οποία κορυφώνεται με την έξωση του Όθωνα το 1862. Την περίοδο αυτή εγκαινιάζεται μια νέα πολιτική περίοδος τη συνταγματική ιστορία της Ελλάδας. Τη συνταγματική μοναρχία διαδέχεται η Συνταγματική Βασιλεία του Γεωργίου του Α΄ το 1864, και έπεται η αρχή της δεδηλωμένης του Χαρ. Τρικούπη (1875) την οποία βιώνουμε και σήμερα με τις προγραμματικές δηλώσεις και την ψήφο εμπιστοσύνης  που λαμβάνει η κυβέρνηση απ’ τη Βουλή.
Η νέα αυτή πολιτική κατάσταση 20ο Αιώνα έθεσε τα θεμέλια του αιτήματος της λαϊκής κυριαρχίας,   το οποίο σε μας θα ικανοποιηθεί ουσιαστικά, ως ένα σημαντικό βαθμό, μόλις μετά  τη μεταπολίτευση το 1974 με το Σύνταγμα του 1975.
Σύνταγμα του 1975  και Θεμελιώδεις Αρχές του Δημοκρατικού Πολιτεύματος
Σύμφωνα με το  άρθρο 1 παρ. 2, του Σ/75, θεμέλιο του πολιτεύματος είναι: «η λαϊκή κυριαρχία» ,   ενώ στο άρθρο 1,παρ. 3 ορίζεται ότι «Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα».
Έτσι κατά τρόπο σαφή το Σύνταγμα προσδιορίζει ότι  την απόλυτη εξουσία έχει ο λαός, ο οποίος είναι κυρίαρχος. Η εξουσία δε αυτή, πηγάζει απ’ το λαό ασκείται όπως ορίζει το Σύνταγμα και μάλιστα μόνο εντός του γράμματος και του πνεύματος των διατάξεων αυτού.
Πέραν τούτων, τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος ως Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία  (άρθρο 1 του Σ.) καθορίζουν οι Θεμελιώδεις Αρχές και οι Θεμελιώδεις Θεσμοί του Δημοκρατικού Πολιτεύματος. Σύμφωνα με το    άρθρου 110 παρ.1 του Σ/75 οι διατάξεις αυτές, αλλά και όσες διατάξεις προσδίδουν  νόημα, περιεχόμενο και υπόσταση στη μορφή του πολιτεύματος, με στόχο να εκπληρωθεί ο σκοπός του δεν αναθεωρούνται. Τέτοιες διατάξεις που δεν αναθεωρούνται  είναι οι διατάξεις για την προστασία της αξίας του ανθρώπου (Σ. άρθρο 2 παρ.1) , για την ισότητα ενώπιον του νόμου (Άρθρο 4 παρ.1, 4 και 7), για την προστασία της ελεύθερης ανάπτυξη προσωπικότητας και το απαραβίαστο προσωπικής ελευθερίας (Άρθρο 5 παρ.1 και 3), για την ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης, (Άρθρο 13 παρ.1) και για τη διάκριση των  εξουσιών του άρθρου 26.
Πέραν τούτων θεμελιώδεις Αρχές και Πολιτικοί και Θεσμοί που αναδεικνύονται από τις διατάξεις του Συντάγματος είναι:
α) η δημοκρατική αρχή, β) η αρχή της Προεδρευόμενης Δημοκρατίας, γ) η κοινοβουλευτική αρχή, δ) η αρχή του πολυκομματισμού, ε) η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, στ) η κυβέρνηση (σύνθεση, οργάνωση, διορισμός, παύση, αρμοδιότητες), ζ) η δικαστική εξουσία (με λειτουργική και διοικητική ανεξαρτησία, οργανωτική δικαιοδοσία-εγγυήσεις), η) το πλέγμα των κανόνων του κοινωνικού κράτος δικαίου και της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου που συναποτελούν την αρχή του κράτους δικαίου, του κοινωνικού κράτους, των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και θ)  τα κατ’ άρθρο 44 παρ.2 του Σ, Δημοψηφίσματα.
Θεμελιώδης  αρχή η λαϊκή κυριαρχία
Όλες οι ανωτέρω αρχές και οι θεσμοί συναποτελούν το όλον της αρχής της Λαϊκής Κυριαρχίας, ως  βασική και θεμελιώδης αρχή, που εγκαθιδρύεται με το Σ. του 1975, σκληρό πυρήνα του πολιτεύματος. Η αρχή αυτή ως θεμελιώδης προσδιορίζει  και τη φυσιογνωμία του πολιτεύματος ως δημοκρατικού.
Η  «λαϊκή κυριαρχία» ως βασική αρχή, όπως αυτή ορίζεται στην παρ. 2  του Άρθρου 1 του Συντάγματος, αποτελεί κατ’ αρχήν το θεμέλιο του πολιτεύματος  της Ελλάδος το οποίο ορίζεται η « η Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία” (παρ. 1 του άρθρου 1 του Σ/75)  και κατά δεύτερον συνιστά τη νομιμοποιητική βάση ισχύος των όλων όσων το Σύνταγμα ορίζει ως ουσιαστικό και λειτουργικό περιεχόμενο  του Πολιτεύματος ( Σ .1, παρ. 3).
Κατ’ επέκταση τούτων, η λαϊκή κυριαρχία,  αποτελεί την πηγή και το θεμελιώδη τρόπο παραγωγής όλων των εξουσιών του δημοκρατικού πολιτεύματος, καθορίζει τον τρόπο άσκησης τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις  οικείες διατάξεις του Συντάγματος, καθώς και τον σκοπό για τον οποίο υφίστανται οι εξουσίες αυτές και ο οποίος είναι υπέρ του λαού και του έθνους:
“όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα” (άρθρο 1 παρ. 3 του Σ).
Έτσι η κυριαρχία του Λαού, ως θεμελιώδης αρχή,  σύμφωνα με το Σύνταγμα, πέραν των άλλων υποδεικνύει και το υπέρτατο και απόλυτο δικαίωμα αυτοδιάθεσής του Λαού το οποίο τελεί  υπό την εγγύηση του Συντάγματος, νόμου του υπέρτατης ισχύος.
Στη βάση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας το απόλυτο δικαίωμα αυτοδιάθεσης του λαού συνίσταται στο ότι :
  1. Αποτελεί  πηγή όλων των εξουσιών. Τούτο σημαίνει ότι ο Λαός είναι εκείνος που προσδιορίζει το είδος, τη μορφή, τις δικαιοδοτικές , τις διοικητικές  λειτουργίες και τον τρόπο υπόδειξης των προσώπων που θα τις υπηρετήσουν. Αυτή η παραδοχή, ως σκληρός πυρήνας του δημοκρατικού πολιτεύματος, καθίσταται Συνταγματικά αδιαπραγμάτευτη. Κατά τούτο  λοιπόν η Λαϊκή Κυριαρχία και όλες οι εξουσίες της, προστατεύονται μοναδικά και ξεχωριστά, τόσο κατά συνταγματικό όσο και ποινικό τρόπο με πρόβλεψη ειδικών ποινικών διατάξεων, όπως είναι αυτές του Άρθρου 134- 137 ΠΚ, περί εσχάτης προδοσίας.
  2. Το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του λαού στη βάση της λαϊκής κυριαρχίας προσδιορίζει ότι  οι Εξουσίες Υπάρχουν υπέρ αυτού του Λαού και του έθνους. Σύμφωνα με το περιεχόμενο των οικείων διατάξεων του Συντάγματος, οι εξουσίες αυτές υφίστανται για λογαριασμό του λαού, αντιπροσωπεύουν λειτουργικά το λαό, υπό τον τύπο και τους όρους εξουσιοδότησης, με αποτέλεσμα  την ωφέλεια και ουδέποτε τη βλάβη του. Το έθνος δε, δεν νοείται χωριστά απ’ το Λαό και αυτός είναι και ο λόγος που το Σύνταγμα προσδίδει ένα περιεχόμενο ταυτόσημων υποκειμένων υπέρ των οποίων λειτουργούν οι εξουσίες. Ειρήσθω εν παρόδω ότι, η κυριαρχία του λαού εμφανίζεται  ως έθνος πέρα από την στενή ερμηνεία του όρου Λαός, ως σώμα εκλογέων, του οποίου οι σκοποί σε τίποτα δεν διαφέρουν από αυτούς του Λαού ως συνόλου ανθρώπων που συνδέονται μεταξύ τους με στοιχεία κοινού πολιτισμού κοινής ιστορίας, κοινών επιδιώξεων.
Πέραν τούτων, η μοναδική ερμηνεία  της φράσης ότι υπάρχουν υπέρ του   λαού και του Έθνους έχει και την έννοια ότι για το Έθνος ουδείς άλλος πέραν αυτού του λαού, νομιμοποιείται να δρα.
  1. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση  σφετερισμού, των εξουσιών που πηγάζουν από τη λαϊκή κυριαρχία, από οποιονδήποτε άμεσα ή έμμεσα, το Σύνταγμα νομιμοποιεί το λαό να αμυνθεί. Ορίζει δε,  ως θεμελιώδη την υποχρέωσή του Λαού , της αφοσίωσης στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία (του Σ. άρθρο 120 παρ. 3), ενώ για την τήρησή του επικαλείται τον πατριωτισμό των Ελλήνων ( ίδιο παρ.4).
Στο πλαίσιο αυτής της διάκρισης των εξουσιών και προς διασφάλιση της έκτασης της εξουσίας που παραχωρεί ο λαός στα θεσμοθετημένα όργανά του και στις  εξουσίες που αντιστοιχούν σ’ αυτά, το Σύνταγμα στο άρθρο 26 παρ.1 προβλέπει τη διάκριση των εξουσιών.
Η διάκριση αυτή συνίσταται  :
α) Στη νομοθετική εξουσία η οποία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας,
β) Στην  εκτελεστική  εξουσία η οποία  ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση, και
γ) Στη  δικαστική εξουσία η οποία  ασκείται από τα δικαστήρια, ενώ οι αποφάσεις τους εκδίδονται και εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού.
Η διάκριση αυτή κατ’ ουσία αποτελεί μέτρο προστασίας της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας δια της οποίας το πολίτευμα  λειτουργεί με βασικό θεμέλιο του τη λαϊκή κυριαρχία.
Τήρηση του Συντάγματος και Εξασφάλιση του Δημοκρατικού πολιτεύματος  
Στο πλαίσιο, σχηματισμός, οργάνωση και άσκηση της κρατικής εξουσίας  και της τηρήσεως των διατάξεων του Συντάγματος, προκειμένου οι εξ αυτού πηγάζουσες εξουσίες να λειτουργούν υπέρ του λαού και του έθνους, τρία  κυρίαρχα θέματα θέτουν οι διατάξεις του άρθρου 120 του Συντάγματος:
α) τις θεμελιώδεις υποχρεώσεις που έχουν οι Έλληνες,
β) τη δίωξη του σφετερισμού της λαϊκής κυριαρχίας και των εξουσιών που απορρέουν από αυτή και
γ) τον ορισμό του υποκειμένου για την τήρηση του Συντάγματος ως ακροτελεύτιο άρθρο.
Α)  οι θεμελιώδεις υποχρεώσεις που έχουν οι Έλληνες
Στις διατάξεις της παρ 2, του άρθρου 120 του Σ τίθεται σαφώς και κατ’ απόλυτο τρόπο :
1) Ο σεβασμός στο Σύνταγμα και του νόμους που συμφωνούν μ’ αυτό. Στους νόμους δηλαδή που δεν είναι αντίθετοι με το  Σύνταγμα. Με λίγα λόγια δεν ορίζουν το σεβασμό σε κάθε νόμο παρά μόνο σ’ εκείνους τους νόμους και μόνο που είναι σύμφωνοι με τις διατάξεις του Συντάγματος, τους νόμους δηλαδή  των οποίων πέραν του ότι το γράμμα, αλλά και το πνεύμα αυτών είναι σύμφωνο με τις διατάξεις του Συντάγματος, δεν είναι αντίθετο μ’ αυτό και δεν το παραβιάζουν.
2) Πέραν τούτων, οι διατάξεις αυτές  θέτουν ως θεμελιώδη υποχρέωση των Ελλήνων : α) την «αφοσίωση στην πατρίδα», το  θέμα της Πατρίδας δηλαδή το οποίο συνεχώς υποβαθμίζεται και λοιδορείται, κατά το Συνταγματικό Έλληνα νομοθέτη είναι κυρίαρχο. Ο Έλληνας Συνταγματικός νομοθέτης ενδιαφέρεται ώστε τους Έλληνες και τις Ελληνίδες να τους διαπερνά η αγάπη, η αφοσίωση στην έννοια και την υπόσταση της Πατρίδας,  ως εκ των στοιχείων εκείνων που εμφανίζουν τον Ελληνισμό με μία συνέχεια και ειδική τη δική του φυσιογνωμία. Τα στοιχεία αυτά είναι: η παιδεία με την γλώσσα, οι τέχνες, τα γράμματα και ο ελληνικός πολιτισμός και η παραδόσεις του Λαού, έτσι όπως έχουν καταγραφεί στην ιστορία της ανθρωπότητας, ως  το έθνος των Ελλήνων. Αυτή εξάλλου, είναι και η βούληση του Συνταγματικού νομοθέτη στο περιεχόμενο των διατάξεων του άρθρου 16 παρ. 2 του ισχύοντος Συντάγματος στις οποίες μεταξύ άλλων ορίζεται ότι:
« H παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του κράτους και έχει σκοπό την […] ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες».
Είναι απορίας άξιο βέβαια πως  από τον τίτλο του οικείου Υπουργείο αφαιρέθηκε η φράση Εθνικής Παιδείας αφού το περιεχόμενο του άρθρου αυτού, μετά τις πολλές αναθεωρήσεις του Συντάγματος, αυτό δεν άλλαξε.
  1.  Ένα άλλο ζήτημα που θέτουν οι παραπάνω διατάξεις του άρθρου 120 του Σ στην  παρ 2 (πέραν των ανωτέρω υπό 1 και 2) είναι η αφοσίωση στη Δημοκρατία ήτοι, στους θεσμούς εκείνους με τους οποίους εκδηλώνεται η φύση της δημοκρατίας και  οι λειτουργίες της δημοκρατίας που τη διακρίνουν από άλλα πολιτεύματα.
Δια της αφοσιώσεως του Έλληνα πολίτη στη Δημοκρατία ο Συνταγματικός νομοθέτης εξασφαλίζει ταυτόχρονα και τη διάκριση των τριών αρχών της δημοκρατίας ήτοι: α) την Νομοθετική, β) την εκτελεστική και γ) την δικαστική αρχή  ως εξουσίες της δημοκρατίας με λειτουργική ανεξαρτησία. Θέλει δηλαδή το Σύνταγμα τις αρχές αυτές και τα όργανά τους να πράττουν εν ελευθερία και να λειτουργούν εν ονόματι του ελληνικού λαού και υπέρ αυτού, σύμφωνα με τους κανόνες του Συντάγματος και την εξ ορισμού συμφωνία των νόμων προς τις διατάξεις αυτού, ώστε να εκδηλώνεται δια του τρόπου αυτού και να ικανοποιείται η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας ως θεμελιώδης συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της Δημοκρατίας, για να πραγματώνεται, δια των αντιπροσώπων του, η βούληση του λαού.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω η  «αφοσίωση των Ελλήνων» τόσο στην Πατρίδα (άρθρο 120  παρ 2), όσο και στη Δημοκρατία δεν αποτελεί μια απλή υποχρέωση αλλά «θεμελιώδης υποχρέωση των Ελλήνων». Δηλαδή οι Έλληνες οφείλουν κατά θεμελιώδη τρόπο να επιδεικνύουν και να αποδεικνύουν την αφοσίωσή τους  στην Πατρίδα και στη Δημοκρατία.
Ο Έλληνας Συνταγματικός νομοθέτης στην περίπτωση αυτή ορίζει ότι η Δημοκρατία υφίσταται μόνο όταν υφίσταται και η Πατρίδα, ενώ η πατρίδα λαμβάνει σάρκα και οστά εντός της Δημοκρατίας, όταν δηλαδή αποτυπώνεται η βούληση του λαού ο οποίος φέρει μαζί του την πατρίδα. Έτσι, η Δημοκρατία υφίσταται, μόνο όταν τούτο το αποδεικνύουν οι  Έλληνες δια της έκδηλης αγάπης προς πατρίδας τους και εν ολίγοις παρίστανται ως πατριώτες δημοκράτες. Η θεμελιώδης αυτή υποχρέωση είναι εκείνη που προσδιορίζει τον Πατριωτισμό των Ελλήνων, αυτόν  στον οποίο επαφίεται η τήρηση του Συντάγματος όταν από οποιονδήποτε επιχειρηθεί η  κατάλυση με τη βία.
Ο Σφετερισμός  της λαϊκής κυριαρχίας, και των εξουσιών που απορρέουν από αυτή όπως και η επιχείρηση  κατάλυσης του Συντάγματος με οποιονδήποτε τρόπο, διώκεται μόλις αποκατασταθεί η νόμιμη εξουσία, οπότε αρχίζει και η παραγραφή των εγκλημάτων αυτών. Στις διατάξεις του άρθρου  120 παρ. 3 του Σ , τίθεται το πρόβλημα του σφετερισμού της λαϊκής κυριαρχίας αλλά και των εξουσιών που πηγάζουν απ’ αυτή όπως είναι ο σφετερισμός της λαϊκής κυριαρχίας, είτε από τρίτους είτε από κρατικά ή υπερεθνικά όργανα ακόμα και από όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (!), με οποιοδήποτε τρόπο.
Χαρακτηριστικό Παράδειγμα σφετερισμού της λαϊκής κυριαρχίας αλλά και αλλοιώσεως του Δημοκρατικού μας Πολιτεύματος είναι η διαδικασία επιβολής μνημονίων και η απώλεια της εθνικής κυριαρχίας.
Μέχρι σήμερα  από την Βουλή των Ελλήνων δεν έχει ψηφισθεί, κανένα Μνημόνιο το οποίο περιλαμβάνει και τις δανειακές συμβάσεις  μεταξύ Ελλάδας και κρατών μελών της Ευρωζώνης, μεταξύ Ελλάδας και ΔΝΤ, στη βάση των οποίων Euro group και το ΔΝΤ ενέκριναν τον διακανονισμό χρηματοδότησης με μέτρα σε βάρος του ελληνικού λαού. Επισημαίνεται ότι στο άρθρο 36 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζεται ότι «οι συνθήκες για εμπόριο, φορολογία, οικονομική συνεργασία και συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς ή ενώσεις και όσες άλλες περιέχουν παραχωρήσεις για τις οποίες, σύμφωνα με άλλες διατάξεις του Συντάγματος, τίποτα δεν μπορεί να οριστεί χωρίς νόμο ή οι οποίες επιβαρύνουν ατομικά του Έλληνες, δεν ισχύουν χωρίς τυπικό νόμο που τις επικυρώνει», ενώ στο άρθρο 28 παρ. 1 ορίζεται ότι οι διεθνείς συμβάσεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ελληνικού δικαίου από την επικύρωση τους με νόμο. Κατά συνέπεια και αφού μέχρι σήμερα οι δανειακές συμβάσεις όπως και τα υπόλοιπα κείμενα δεν έχουν κυρωθεί με νόμο κατά τις οικείες διατάξεις του Συντάγματος έχουν καταστεί εξ υπαρχής άκυρες και ως εκ τούτου ανυπόστατες και  δεν δεσμεύουν έναντι τρίτων ούτε την Ελλάδα και  Ελληνικό λαό, κάθε δε μέτρο εναντίον και σε βάρος του  Λαού έγινε δια της υποβολής του Συντάγματος σε ανενεργή κατάσταση και κατά παρέκκλιση των οικείων αυτού διατάξεων.
Β) Πατριωτισμός των Ελλήνων
Η τήρηση του Συντάγματος κατ’ επέκταση και αυτή των διατάξεων που αφορούν τη θεμελιώδη αρχή του Δημοκρατικού πολιτεύματος,  τη λαϊκή κυριαρχία επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο, εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία. Ερώτημα όμως αποτελεί σε ποια μορφή βίας αναφέρεται το Σύνταγμα; Είναι απολύτως σαφές ότι την έννοια της βίας δεν την περιορίζει στην ένοπλη ή άλλη μορφή βίας αλλά αναφέρεται γενικώς με τη φράση βία. Έτσι αφήνει κάθε ενδεχόμενο εφαρμογής κάθε μορφής βίας, ακόμα και ένοπλης! Συνεπώς, η βία μπορεί να εκδηλώνεται με οποιοδήποτε τρόπο από οποιονδήποτε, και να ενεργοποιεί το δικαίωμα αντίστασης, ανεξαρτήτως του τρόπου και του υποκειμένου που την χρησιμοποιεί.
Βέβαια τίθενται τα ερωτήματα όταν ποδοπατούνται τα ανθρώπινα δικαιώματα υπάρχει βία; Όταν βασικοί οργανισμοί, κύριοι θεσμοί του κράτους που δεν  πράττουν ελεύθερα καθότι εν ελευθερία, θα έπρατταν άλλως υποδηλώνει μορφή βίας; Καθότι αν δεν μπορούν ελεύθερα να αποφασίζουν παρά μόνο υπό το κράτος ασκούμενης βίας όπως είναι η σημερινή βουλή η οποία νομοθετεί καθ’ υπόδειξη έτσι όπως ορίζουν οι  μνημονιακές συμβάσεις δεν έχουμε μια ετερονομία με υπόκωφη αλλά έκδηλη βία και όχι πάντως την κατά το σύνταγμα εν ελευθερία νομοθετική πράξη με μορφή κατοχής της Πατρίδας;
Το πλέγμα του μνημονίων των μνημονιακών συμβάσεων έχουν αναδείξει  και αναδεικνύουν εκφάνσεις, οι οποίες μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να χαρακτηριστούν προσβολές της μορφής της οργανωτικής βάσης του πολιτεύματος. Υπό την έννοια αυτή δηλαδή έχουμε πράγματι μορφή κατάλυσης του Συντάγματος έστω και υπό την έννοια της ανενεργού κατάστασης των οικείων διατάξεων της λαϊκής κυριαρχίας και φυσικά του πολιτεύματος της Προεδρευομένης Δημοκρατίας!
Πέραν τούτων όταν συνεχώς παραβιάζονται σε τέτοια έκταση διατάξεις του Συντάγματος που αφορούν συρρίκνωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αφορούν το δικαίωμα στη ζωή με συγκεκριμένα περιοριστικά μέτρα  και στην περίπτωση αυτή υφίσταται μορφή κατάλυση του Συντάγματος κατ’ άρθρο 120 πα.4.  Στις περιπτώσεις αυτές ενεργοποιείται το δικαίωμα στον καθένα Έλληνα πολίτη το οποίο συνδυάζεται με το αίσθημα του πατριωτισμού κατά τα ανωτέρω να  ενεργήσει με την υπόδειξη της υποχρέωσης σε αντίσταση με κάθε μέσον, εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία, που όπως αναλύθηκε συγκαταλέγονται και οι περιπτώσεις  βίας κατά τα ανωτέρω.
Επί  καταλύσεως του Συντάγματος, το «δικαίωμα αντίστασης
Στη ακροτελεύτια διάταξη αυτή του Συντάγματος παρατηρεί κανείς πως ο Συνταγματικός νομοθέτης θέτει τις φράσεις και ορίζει : α) την υποχρέωση της αντίστασης  «με κάθε μέσον» και β) την υποχρέωση της αντίστασης εναντίον οπουδήποτε. Στη διάταξη αυτή του Συντάγματος οι φράσεις αυτές δεν εξαιρούν κάποιο μέσον, παρά ρητώς αναφέρεται με κάθε μέσον. Τούτο σημαίνει ότι στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να χρησιμοποιηθεί οποιοδήποτε μέσον, μη εξαιρουμένου θα έλεγα ακόμη και αυτών των όπλων! Επίσης, όταν το Σύνταγμα λέει αντίσταση εναντίον οπουδήποτε δηλώνει ότι όποιος κι’ αν είναι αυτός και ότι αξίωμα κι αν κατέχει, γιατί το Σύνταγμα αφορά όλους και δη το πολίτευμα εντός του οποίου εξασφαλίζεται η ζωή του Λαού και του Έθνους και για τούτο εναποθέτει την εξασφάλισή του, την τήρησή του στον πατριωτισμό των Ελλήνων. Θεμελιώνει και νομιμοποιεί επομένως το «δικαίωμα αντίστασης», το οποίο όμως ανακύπτει μόνον σε περίπτωση «κατάλυσης» και όχι απλής παραβίασης του Συντάγματος. Στο σημείο πρέπει να τονιστεί ότι η τήρησή του Συντάγματος δεν επαφίεται στα μεμονωμένα άτομα, αλλά στους πολίτες ως μέλη μιας πολιτικής κοινότητας ή ενός οργανωμένου πολιτικά κοινωνικού συνόλου. Η προστασία του Συντάγματος άρα δεν αναγνωρίζεται στους Έλληνες ως ατομικό δικαίωμα, αλλά ως συλλογικό, δηλαδή πολιτικό δικαίωμα του Λαού (Α. Σβώλος).
Γίνεται κατανοητό ότι η προστασία του Συντάγματος ή του πολιτεύματος από ενδεχόμενη κατάλυσή του ή αλλοίωση, ή της εντέχνου δημιουργίας  ανενεργού κατάστασης σ’ αυτό άλλως αδρανοποίηση, διαφέρει από την τήρηση και εφαρμογή των συνταγματικών διατάξεων εν γένει. Κατά τούτο το άρθρο 120 παρ. 4 δηλαδή δεν μπορεί να αποτελέσει νομιμοποιητική βάση για τη μη εφαρμογή αντισυνταγματικού νόμου παρά μόνο στην περίπτωση κατάλυσης του Συντάγματος που αυτό πραγματοποιείται από την  άμεση η έμμεση κατάργηση του Δημοκρατικού Πολιτεύματος η οποία εκδηλώνεται με  την προσβολή της μορφής του ή μιας εκ των  οργανωτικών του βάσεων ή όπως στην περίπτωση των μνημονίων με υποβολή σε ανενεργό κατάσταση που αυτό αποτελεί και έμμεσο αλλά σαφή σφετερισμό της λαϊκής Κυριαρχίας ως αδυναμία εφαρμογής, μερικής ή ολικής, των οικείων διατάξεων του Συντάγματος και τήρησης των εγγυήσεων της λειτουργίας του.  
Συμπέρασμα
Η αρχή ης  λαϊκής κυριαρχίας  ως θεμελιώδης, είναι θεμέλιο του πολιτεύματος, αποτελεί  πηγή και προσδιορίζει όλες τις Εξουσίες που υπάρχουν υπέρ αυτού  του Λαού και του έθνους, ενώ επιβεβαιώνει το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του Λαού, ενώ τις προστατεύει κατά μοναδικό και ξεχωριστό, τόσο κατά συνταγματικό όσο και  ποινικό τρόπο με πρόβλεψη ειδικών ποινικών διατάξεων, όπως είναι αυτές περί εσχάτης προδοσίας.
Σε περίπτωση  σφετερισμού, των εξουσιών που πηγάζουν από τη λαϊκή κυριαρχία, από οποιονδήποτε άμεσα ή έμμεσα, το Σύνταγμα νομιμοποιεί το λαό να αμυνθεί και κατά τούτο  νομιμοποιεί το «δικαίωμα αντίστασης», το οποίο όμως ανακύπτει μόνον σε περίπτωση «κατάλυσης» ή και όχι απλής παραβίασης του Συντάγματος που μπορεί να εκδηλωθεί με την προσβολή της μορφής του ή μιας εκ των  οργανωτικών του βάσεων, όπως είναι και αυτή της υποβολής σε ανενεργή κατάσταση ή αδράνεια  αυτών!
Ο Δημήτρης Παναγιωτόπουλος είναι Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, δικηγόρος, μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του Ε.ΠΑ.Μ.
Θεμελιώδης Αρχή του Δημοκρατικού Πολιτεύματος, η Λαϊκή Κυριαρχία Θεμελιώδης Αρχή του Δημοκρατικού Πολιτεύματος, η Λαϊκή Κυριαρχία Reviewed by Unknown on Πέμπτη, Ιουνίου 21, 2018 Rating: 5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.