Μέση Ανατολή: Δε σβήνει η φωτιά που άναψε ο Τραμπ

Γράφει ο Λεωνίδας Βατικιώτης

Από την Ινδονησία, που είναι η πολυπληθέστερη μουσουλμανική χώρα του κόσμου κι εξακολουθεί να μην έχει διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ, μέχρι το Λίβανο όπου ζουν περισσότεροι από 500.000 Παλαιστίνιοι πρόσφυγες της Δυτικής Όχθης από το 1948 και το 1967, δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές βγήκαν στους δρόμους τις προηγούμενες εβδομάδες για να καταδικάσουν την απόφαση του Τραμπ να αναγνωρίσει την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ. Κι ας χρειαστούν χρόνια για την μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ.

Η επιλογή του αμερικανού προέδρου συνάντησε εξ ίσου ηχηρή αποδοκιμασία από κυβερνήσεις και οργανισμούς που δήλωσαν με τον πιο καθαρό τρόπο ότι δεν πρόκειται να ακολουθήσουν το παράδειγμά του. Έτσι, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η μοναδική κυβέρνηση που επικρότησε την απόφαση του Τραμπ ήταν η άμεσα ωφελημένη, η …ισραηλινή. 

Το πιο καθαρό «όχι» διατυπώθηκε εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρουσία μάλιστα του ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Ντανιάχου, ο οποίος μετέβη γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο στις Βρυξέλλες, ώστε δράττοντας την ευκαιρία που προσέφερε η στιγμή να πιέσει τους ευρωπαίους ηγέτες να πραγματοποιήσουν μια στροφή 180 μοιρών αναγνωρίζοντας τα τετελεσμένα που έχει διαμορφώσει στα παλαιστινιακά εδάφη η ισραηλινή κατοχή. Μόνο και μόνο για να υπογραμμισθεί η σημασία που απέδιδαν οι Ισραηλινοί στη στάση των Ευρωπαίων να σημειωθεί πως η επίσκεψη ου ισραηλινού ηγέτη ήταν η πρώτη που πραγματοποιήθηκε εδώ και 22 χρόνια. Παρόλα αυτά ούτε η δική του παρουσία αποδείχθηκε ικανή να αλλάξει τη στάση των Ευρωπαίων.

Η πιο ηχηρή αντίδραση ωστόσο προήλθε από την διάσκεψη του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας που διεξήχθη στην Κωνσταντινούπολη, με τη συμμετοχή περισσότερων από 50 ηγετών. Αν και μεγαλύτερη σπουδαιότητα από τις φραστικές καταδίκες και τις λεκτικές επιθέσεις έχει η εμβάθυνση του ρήγματος στις σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ισραήλ από τη μια και μουσουλμανικών κρατών από την άλλη, έχει σημασία να τονίσουμε ότι ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν χαρακτήρισε την Ιερουσαλήμ ως «κόκκινη γραμμή» και το Ισραήλ ως «κράτος κατοχής και τρομοκρατίας που επιβραβεύτηκε για τις τρομοκρατικές του ενέργειες με την απόφαση των ΗΠΑ για την Ιερουσαλήμ». Στη δε ανακοίνωση που εκδόθηκε ανακηρύσσεται η ανατολική Ιερουσαλήμ πρωτεύουσα του κράτους της Παλαιστίνης ενώ καλούνται και άλλες χώρες να πράξουν το ίδιο!

Πρόκειται για μια απόφαση τεράστιας πολιτικής και διπλωματικής σημασίας καθώς σηματοδοτεί το τέλος της στοίχισης όλων των χωρών μελών του ΟΗΕ πίσω από τις διαδικασίες και τους στόχους των Ηνωμένων Εθνών που, εν ολίγοις, άφηναν τις ειρηνευτικές συνομιλίες να αποφασίσουν το στάτους της Ιερουσαλήμ. Αυτό είχε συμφωνηθεί το 1993! 

Ήταν μια επιλογή που για κανένα κράτος πιθανά δεν αποτελούσε την άριστη λύση, έδινε ωστόσο το πρόκριμα στις διαπραγματεύσεις κι όχι στη δύναμη των όπλων και του ισχυρού, όπως συμβαίνει με την απόφαση του Τραμπ που με κανέναν διεθνώς αποδεκτό τρόπο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί καθώς εισάγει περισσότερη αστάθεια στην πιο ασταθή περιοχή του κόσμου και κάνει λιγότερο ασφαλείς όχι μόνο τις ΗΠΑ και τα φιλικά της καθεστώτα στην Μέση Ανατολή (όπως της Σαουδικής Αραβίας και της Αιγύπτου που δεν είχαν άλλη επιλογή από το να παραβρεθούν στη σύνοδο του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας, έστω δια του υπουργού Εξωτερικών) αλλά ακόμη και το Ισραήλ. 

Ευρύτερα μιλώντας, η κίνηση του Τραμπ είναι μια ακόμη στρατηγικής σημασίας επιλογή (όπως η απόφασή του για αποχώρηση από τη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα) που κατακερματίζει τον κόσμο, ακυρώνει τις πολυμερείς και γραπτές συμφωνίες κι αποφάσεις, αναγορεύοντας τα πιο στενά κα ιδιοτελή κρατικά συμφέροντα ως αποκλειστικούς γνώμονες χάραξης εξωτερικής πολιτικής. Στην πράξη αποχαιρετούμε ένα πλαίσιο που εξασφάλισε την μεταπολεμική ειρήνη και σταθερότητα, χωρίς καθόλου να υποτιμάμε τους εκατοντάδες άδικους πολέμους και τα εκατομμύρια νεκρών που παρόλα αυτά στιγμάτισαν την εποχή που πέρασε.

Σε τούτο δε το πλαίσιο, των διαπραγματεύσεων ειρήνης, ακόμη και η γραφειοκρατία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ δεν απέκλειε το ενδεχόμενο αποδοχής των τετελεσμένων που δημιούργησε η εισβολή και ο πόλεμος του 1967 εκ μέρους των Ισραηλινών, έναντι όμως ισχυρότατων ανταλλαγμάτων τα οποία θα ικανοποιούσαν την παλαιστινιακή πλευρά και θα ήταν συμβατά με δεκάδες αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ που έχουν αποδοκιμάσει κατηγορηματικά την ενσωμάτωση στο Ισραήλ των κατεχόμενων εδαφών. 

Επίσης, ζητούν τον τερματισμό της κατοχής, την αναγνώριση ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους στα σύνορα που είχε πριν τον πόλεμο του 1967 με πρωτεύουσα την ανατολική Ιερουσαλήμ και δικαίωμα επιστροφής των εκατομμυρίων προσφύγων. Τέτοια ανταλλάγματα θα μπορούσαν να ήταν, με βάση δηλώσεις αμερικανών διπλωματών, αν όχι η κατεδάφιση τουλάχιστον το πάγωμα των παράνομων εβραϊκών εποικισμών στη Δυτική Όχθη, κ.α.

Πλέον όμως, η καθολική μέχρι πριν λίγες εβδομάδες αποδοχή της προτεραιότητας των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων από τα πιο διαφορετικά κράτη και η συναίνεση γύρω από το στόχο της συνύπαρξης δύο κρατών, ενός Παλαιστινιακού κι ενός Ισραηλινού, τινάχτηκε στον αέρα. Ενδεικτικό των ευρύτερων αλλαγών που δρομολογούνται είναι ότι εναντίον του στόχου των δύο κρατών τάχθηκε ο επί 26 χρόνια επικεφαλής παλαιστίνιος διαπραγματευτής και γενικός Γραμματέας της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης Σαέμπ Ερεκάτ, προκρίνοντας τη λύση του ενός κράτους στο οποίο πρέπει να ενσωματωθούν όλοι οι Παλαιστίνιοι. 

Εφ’ όσον προτεραιότητα έχουν τα τετελεσμένα, σα να λέει η Παλαιστινιακή πλευρά, ας γίνουν αποδεκτά όσα επέβαλε η ισραηλινή πλευρά με την ακύρωση στην πράξη του δικαιώματος των Παλαιστινίων για δικό τους κράτος, μέσω για παράδειγμα της κατάτμησης της παλαιστινιακής γης δια των εποικισμών, των σημείων ελέγχου και τόσων άλλων που καταργούν την εδαφική συνέχεια κι ενότητα της Παλαιστίνης κι ας αναγνωρίσει το Ισραήλ ίσα πολιτικά δικαιώματα στους Παλαιστινίους που ζουν στο έδαφός του. Μεταξύ αυτών και το δικαίωμα στην ψήφο, όπως τόνισε σε συνέντευξή του ο Ερεκάτ, που μόνο για ριζοσπαστισμό δεν μπορεί να κατηγορηθεί. 

Το Ισραήλ θα προτιμήσει να απορρίψει το παλαιστινιακό αίτημα, αναλαμβάνοντας το πολιτικό κόστος να κατηγορηθεί για ρατσισμό καθώς εκχωρεί με θρησκευτικά και φυλετικά κριτήρια το εκλογικό δικαίωμα, γιατί δεδομένης της αριθμητικής υπεροχής των Παλαιστινίων και της υψηλότερης γεννητικότητας, αν πήγαιναν στις κάλπες οι Παλαιστίνιοι ο χαρακτήρας του Ισραήλ ως εβραϊκού κράτους θα ακυρωνόταν μονομιάς!

Έτσι όμως Ισραήλ και ΗΠΑ ακυρώνουν κάθε πολιτική επιλογή για τους Παλαιστίνιους…

Πηγή: neaselida.news, μέσω http://teleytaiaexodos.blogspot.gr/
Μέση Ανατολή: Δε σβήνει η φωτιά που άναψε ο Τραμπ Μέση Ανατολή: Δε σβήνει η φωτιά που άναψε ο Τραμπ Reviewed by Unknown on Δευτέρα, Δεκεμβρίου 25, 2017 Rating: 5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.