Η θεωρία περί του υποτιθέμενου ελευθέρου ανταγωνισμού σε μια
παγκοσμιοποιημένη αγορά, όπου η κάθε χώρα θα έπρεπε να βρει και να
εκμεταλλευτεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματά της, είναι ακόμη πολύ της μόδας. Είναι
ακόμα κυρίαρχη ειδικά μεταξύ των υπερασπιστών της παραμονής μας στην ευρωένωση,
των κομμάτων που υπέγραψαν τα μνημόνια και των διάφορων παρατρεχάμενων τους στα
ΜΜΕ και αλλού. Έτσι, η προπαγάνδα καλά κρατεί για τις «μεταρρυθμίσεις», που
είναι απαραίτητες, για την απελευθέρωση της αγοράς από τις παρεμβάσεις του
κράτους, για το άνοιγμα των «κλειστών» επαγγελμάτων και άλλα «χαριτωμένα», για
τα οποία ουκ έστιν αριθμός. Οι αγοραπωλησίες περιουσιακών στοιχείων βαπτίστηκαν
επενδύσεις, ενώ ο τουρισμός θεωρείται η βαρειά «βιομηχανία» της Ελλάδας. Φυσικά
αφού φρόντισαν να μην υπάρχει κάτι άλλο.
Το «μοντελάκι» αυτό που είχε κάτι από «λίγο κρασί, λίγη θάλασσα
και το…αγόρι μου» -αφού, όπως μας λένε, αυτό είναι το συγκριτικό μας
πλεονέκτημα- μας το φορέσανε, άρεσε πολύ σε κάποιους, επειδή μπόρεσαν να πουλάνε
-σε καλές τιμές- φύκια για μεταξωτές κορδέλες και εξακολουθούν, αλλά η χώρα
χρεοκόπησε και μαζί της η πλειοψηφία του κόσμου φτώχυνε. Φυσικά, όχι όσοι είχαν
την τύχη να κερδοσκοπούν με τις αγοραπωλησίες δημόσιας περιουσίας και οι περί
αυτών παρασιτούντες. Οι τελευταίοι μάλλον ούτε που έχουν πάρει χαμπάρι τι
συμβαίνει σε αυτήν τη χώρα (λέμε τώρα!). Ίσως κι εγώ να μην είχα… πάρει
χαμπάρι, εάν βρισκόμουν στη θέση τους.
Εκείνο που διαφεύγει (σκόπιμα, ή μη) από όλους αυτούς είναι,
ότι πάντα κάποιος πρέπει να παράγει...
τον πλούτο, είτε για να τον εκμεταλλεύεται ο ίδιος, είτε για να τον εκμεταλλεύεται κάποιος άλλος. Μια ολόκληρη χώρα και ένας λαός δεν μπορεί να στηρίζεται μονάχα στις υπηρεσίες και τον τουρισμό, ούτε αποκλειστικά στον μεταπρατισμό. Πολύ περισσότερο ένας λαός που θέλει να ευημερεί. Η εναλλακτική είναι η ανεργία και η φτώχεια.
τον πλούτο, είτε για να τον εκμεταλλεύεται ο ίδιος, είτε για να τον εκμεταλλεύεται κάποιος άλλος. Μια ολόκληρη χώρα και ένας λαός δεν μπορεί να στηρίζεται μονάχα στις υπηρεσίες και τον τουρισμό, ούτε αποκλειστικά στον μεταπρατισμό. Πολύ περισσότερο ένας λαός που θέλει να ευημερεί. Η εναλλακτική είναι η ανεργία και η φτώχεια.
Χρειάζεται πραγματική
παραγωγή. Κι εκεί τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της έκρηξης της
τεχνολογίας, λίγα πράγματα μένουν σε έναν τόπο για να θεωρηθούν «συγκριτικό
πλεονέκτημα» στην πραγματική παραγωγή, εκτός από τις πρώτες ύλες, το πετρέλαιο
και το φυσικό αέριο. Αλλά ούτε μόνο σε αυτά μπορεί να στηρίζεται μια οικονομία.
Οι «μονοκαλλιέργειες» ποτέ δεν έδωσαν μακροπρόθεσμες λύσεις. Χρειάζεται
παραγωγή και στον πρωτογενή και στον δευτερογενή τομέα και μάλιστα πλεονάζουσα,
με τον τριτογενή τομέα υποστηρικτικό και συμπληρωματικό των δύο πρώτων. Μια
χώρα με διαρκές παραγωγικό έλλειμμα είναι φύσει καταδικασμένη, όσο κι αν αυτό
δεν είναι ικανοί να το αντιληφθούν όλοι, παρασυρμένοι από την «ευρωλιγούρα» και
τη νεοφιλελεύθερη «πανώλη».
Αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύεται ευρέως, δεν είναι η πολιτική
προστασίας της εγχώριας παραγωγής αυτή που νοθεύει τον ανταγωνισμό, αλλά ακριβώς
τη νόθευση και τον αθέμιτο ανταγωνισμό τα προκαλεί η «απελευθέρωση» των αγορών
και η κατάργηση των μέτρων προστατευτισμού. Ας δούμε ένα παράδειγμα:
Κάποιος θέλει να προχωρήσει στη δημιουργία μιας μικρής
βιοτεχνίας παραγωγής, ας πούμε, παπουτσιών.
Αφού εξασφαλίσει τις απαιτούμενες άδειες προχωρά στην
εξεύρεση του κατάλληλου κτιρίου για την εγκατάσταση της βιοτεχνίας και προχωρά
στην ενοικίασή του, ή στην αγορά του. Κατόπιν προχωρά στην παραγγελία και την
εγκατάσταση των απαιτουμένων μηχανημάτων για την παραγωγή και βέβαια στην
πρόσληψη του απαραίτητου αριθμού εξειδικευμένων αλλά και ανειδίκευτων
εργαζομένων για να λειτουργήσουν οι μηχανές, να δουλέψουν τα εργαλεία και να
ξεκινήσει η παραγωγή, αφού στο μεταξύ έχουν παραληφθεί και οι πρώτες ύλες για την
επεξεργασία τους, τα καύσιμα για τη λειτουργία των μηχανών, τα ανταλλακτικά για
τη συντήρησή τους κτλ. Αφού λοιπόν ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία που εμπεριέχει
όλο το Κόστος και το αντίστοιχο ρίσκο και τον Κόπο, τότε θα έλθει η στιγμή της
επαφής με τα δίκτυα διανομής και εμπορίας του τελικού προϊόντος (στη προκειμένη
περίπτωση των παπουτσιών). Δεν αναφερόμαστε και σε άλλες αυτονόητες δαπάνες
όπως βιομηχανικού σχεδιασμού του προϊόντος σύμφωνα με τη ζήτηση, τη διαφήμισή
του κτλ.
Την ίδια στιγμή που αρχίζει η παραγωγή της βιοτεχνίας, ή του
εργοστασίου, δίπλα ακριβώς, ένας «καλοβαλμένος» κύριος με γραβάτα, νοικιάζει
ένα ισόγειο 30 τετ. μέτρων, εγκαθιστά ένα laptop, ένα τηλέφωνο, ένα φαξ,
προσλαμβάνει και μια γραμματέα και κάνει εισαγωγή παπουτσιών, από την Κίνα, την
Ινδία ή από οπουδήποτε αλλού.
Τώρα οι δύο αυτοί άνθρωποι επιχειρηματίες καλούνται να
ανταγωνιστούν ό ένας τον άλλον και να μοιραστούν κομμάτια της ίδιας αγοράς και
το κράτος απέναντί τους το ίδιο εχθρικό όπως τώρα, ή το ίδιο φιλικό, όπως θα
θέλαμε όλοι να είναι.
Ο πρώτος έχει επενδύσει σημαντικά κεφάλαια, αναλαμβάνοντας
μεγάλο ρίσκο, έχει πολλαπλά λειτουργικά έξοδα, ενώ ο δεύτερος με πολύ μικρά
κεφάλαια, άρα με αντίστοιχα μικρότερο ρίσκο και με ελάχιστα σε σχέση με τον
πρώτο λειτουργικά έξοδα πετυχαίνει αμέσως, τουλάχιστον το ίδιο αποτέλεσμα.
Ποιος θα επικρατήσει τελικά αυτού του ανταγωνισμού;
Πόσο «υγιής» και «ελεύθερος» είναι ο μεταξύ τους
ανταγωνισμός;
Κι αν ο παραγωγός διαπιστώσει ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει
δεν είναι λογικό να κλείσει τη βιοτεχνία και να γίνει κι αυτός εισαγωγέας, εάν
δεν πτωχεύσει στο μεταξύ;
Ή η δεύτερη επιλογή που έχει δεν είναι η μεταφορά της
παραγωγής σε μια διπλανή χώρα χαμηλού εργατικού κόστους και φορολογίας, να
ιδρύσει και στο εσωτερικό μια εισαγωγική εταιρεία, να παράγει το προϊόν με 2
π.χ. ευρώ κόστος, να το μεταπωλεί στην εισαγωγική του εταιρεία με 9 ευρώ και να
το διαθέτει στην εγχώρια αγορά με 10, παρουσιάζοντας στα βιβλία του ακόμα και
ζημιές αποφεύγοντας την πληρωμή του παραμικρού φόρου, καθιστάμενος έτσι ανταγωνιστικός
απέναντι στον εξαρχής εισαγωγέα;
Όποια επιλογή κι αν διαλέξει στο τέλος το αποτέλεσμα είναι
το ίδιο. Θα έχουμε δύο εισαγωγείς - μεταπράτες και κανέναν παραγωγό, ή έναν
πτωχευμένο δυστυχή και έναν μεταπράτη. Όμως κι αυτός με τη σειρά του θα αρχίσει
να μην αισθάνεται πολύ καλά, αφού δεν θα έχει που να διαθέσει τα -έστω
εισαγόμενα- προϊόντα του. Και μετά κάποιοι θα περιμένουν επενδύσεις από το
εξωτερικό, δίχως να υπάρχει εσωτερική αγορά! Το εάν είναι βαλτοί ή ηλίθιοι
«παίζει» κατά περίπτωση.
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο θέμα. Άραγε η οικονομία μιας
ολόκληρης χώρας είναι δυνατό να στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στον
μεταπρατισμό και στις εισαγωγές, δίχως την παραγωγή πρωτογενώς πλούτου; Φυσικά
και όχι.
Ο μεταπρατισμός είναι χρήσιμος στη διακίνηση των αγαθών και
τη μεταφορά πλούτου, αλλά δεν παράγει αυτός καθ’ αυτός πλούτο. Απλά καρπούται
ένα μέρος του παραγόμενου πλούτου για τις υπηρεσίες που προσφέρει. Ο πλούτος
δημιουργείται από την Εργασία στους χώρους παραγωγής, στη γη, στις φάμπρικες,
στα εργοτάξια.
Μήπως το παραπάνω παράδειγμα με τον βιοτέχνη και τον
εισαγωγέα περιγράφει ακριβώς τη κυριότερη πτυχή του Ελληνικού δράματος όπως αυτό
εξελίχθηκε τη τελευταία 30ετία και όλα τα υπόλοιπα είναι δευτερεύοντα και «προφάσεις
εν αμαρτίες», για να κρατήσουν τα προνόμιά τους τα πραγματικά παράσιτα;
Ποιος λοιπόν και τι ευθύνεται γι’ αυτή τη στρέβλωση που έχει
να κάνει με τον ίδιο τον «υγιή» ανταγωνισμό και την «ελεύθερη» αγορά στο όνομα
της οποίας σφάζονται τα καλύτερα «παλληκάρια»;
Άρα, λοιπόν, είναι η «απελευθέρωση» που οδηγεί σε
στρεβλώσεις και καταργεί στην πράξη τον ανταγωνισμό στην αγορά, καταστρέφοντας
συνάμα την εγχώρια παραγωγή, γιατί αυτή η ίδια η αγορά οφείλει να προσαρμοστεί
στις συνθήκες, που επιβάλει η κατάργηση της όποιας προστασίας της παραγωγής.
Και αν είναι έτσι, τότε τι μέτρα πρέπει να ληφθούν για να
επανέλθει η ισορροπία, να εξασφαλισθούν στην «αγορά» πραγματικοί όροι «ισότητας
στα όπλα» και να ξαναχτιστεί η παραγωγική βάση της χώρας; Μόνο μέτρα προστασίας
της παραγωγής.
Βεβαίως οι οικονομολογούντες θα αντιτείνουν, ότι δεν είναι
έτσι τα πράγματα και αν δεν μπορούμε να είμαστε ανταγωνιστικοί στη παραγωγή
παπουτσιών, σύμφωνα με το παραπάνω παράδειγμα, ας αφήσουμε τη προμήθειά τους
στις εισαγωγές και ας επικεντρώσουμε εκεί που μπορούμε να έχουμε συγκριτικό
πλεονέκτημα (π.χ. τουρισμός). Μπορεί όμως έτσι να υπάρξει εξισορρόπηση και
μάλιστα σε οικονομίες χωρίς μεγάλο βάθος όπως η ελληνική; Υπάρχει μια εγγενής
αδυναμία εδώ της κυρίαρχης θεωρίας, αφού στη πράξη η ελληνική αγορά, γνωρίζουμε
όλοι, τον τρόπο που αντέδρασε και αντιδρά στην εξέλιξη των πραγμάτων, γιατί;
Είναι άραγε μόνο το σπάταλο, αναποτελεσματικό και
γραφειοκρατικό κράτος και το πελατοκρατικό πολιτικό σύστημα που εμποδίζουν την
εγχώρια αγορά να βρει το «συγκριτικό πλεονέκτημα» και να παραμείνει, ή μάλλον
να ξαναγίνει παραγωγική;
Τελικά πόσο θεμιτός και υγιής είναι ο ανταγωνισμός μεταξύ
χωρών που έχουν διαφορετικά εντελώς επίπεδα ανάπτυξης, συστήματα φορολογίας και
-ιδιαίτερα- αμοιβών; Μήπως η θεωρία του «συγκριτικού πλεονεκτήματος» στις μέρες
μας, αποτελεί απλά το άλλοθι του πιο σκληρού και αθέμιτου ανταγωνισμού σε βάρος
των πιο μικρών, και με περιορισμένες εναλλακτικές επιλογές, χωρών, όπως η
Ελλάδα; Και γιατί να γινόμαστε εμείς «βασιλικότεροι του βασιλέως» στην
υπεράσπιση ενός συστήματος που μας αφήνει ελάχιστα ή καθόλου «συγκριτικά
πλεονεκτήματα», καθιστώντας μας σταδιακά κράτος παρία;
Από τη παραπάνω ανάλυση προκύπτει, ότι μια χώρα, όπως η
Ελλάδα, που θέλει να παραμείνει πραγματικά ανταγωνιστική στη παγκόσμια αγορά
και να καταλάβει τη θέση που της αρμόζει στο διεθνή καταμερισμό, όχι μόνο
μπορεί, χωρίς να κινδυνεύει με απομόνωση, αλλά επιβάλλεται να προχωρήσει σε
μέτρα προστασίας της εγχώριας παραγωγής της. Η «απελευθέρωση» είναι το δόλωμα
για να καταπιούν οι μεγάλοι τους μικρότερους.
Πολύ φοβόμαστε μάλιστα, ότι και οι περισσότερες δυτικές
τουλάχιστον οικονομίες μαστίζονται από την ίδια εγγενή αδυναμία, μεταφέροντας
τη παραγωγική διαδικασία στις χώρες χαμηλού εργατικού και φορολογικού κόστους,
διατηρώντας το συγκριτικό πλεονέκτημα σε τι άραγε; Μα στον καπιταλισμό - καζίνο
με τον έλεγχο των μεγάλων κεφαλαιαγορών και στην αχαλίνωτη κερδοσκοπία που δημιουργεί
τη μεγαλύτερη φούσκα όλων των εποχών.
Είναι αυτό ακριβώς που αντιλήφθηκε ο πανέξυπνος
μεγαλοεπιχειρηματίας Τράμπ (φασίστας - ξεφασίστας, ξύπνιος επιχειρηματίας είναι
έτσι κι αλλιώς και κανείς δεν μπορεί να του το αμφισβητήσει), που είναι εκλεγμένος
πλέον πρόεδρος των ΗΠΑ και «σφύριξε» τη λήξη της ηλιθιότητας της μεταφοράς της
παραγωγικής βάσης της Αμερικής σε τρίτες χώρες, χαμηλού κόστους εργασίας, με
βάση ακριβώς τη θεωρία της «ελεύθερης» αγοράς και του συγκριτικού
πλεονεκτήματος, με συνέπεια η υπερδύναμη να κινδυνεύει να εξελιχθεί -αν δεν
έχει γίνει ήδη- σκιά του εαυτού της. Το εάν θα τα καταφέρει τελικά, είναι άλλη
ιστορία…….
*Το βασικό μέρος του
άρθρου αυτού προέρχεται από το βιβλίο μου «Ευρώ ή Εθνικό νόμισμα - Χίλια ψέματα
και μια αλήθεια» εκδόσεις «ΕΣΟΠΤΡΟΝ» 2013, και αναδημοσιεύεται επικαιροποιημένο,
εξ αιτίας πρόσφατου «ερεθίσματος» από φίλους στο fb.
Ο «ελεύθερος» ανταγωνισμός, η «αγορά», το «συγκριτικό πλεονέκτημα» και ο Τράμπ
Reviewed by Διαχειριστής
on
Σάββατο, Ιανουαρίου 28, 2017
Rating:
Υπάρχει μια σκέψη που βέβαια δεν μπορεί να συμπληρώσει τον παραγωγικό τομέα μιας χώρας και να δώσει πλεονεκτήματα αλλά ισχύει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγκεκριμένα λειτουργούν κάποιες μικρές βιοτεχνίες στον χώρο της διατροφής
που παράγουν άριστο προιόν,ικανό να πουληθεί παντού χωρίς ανταγωνισμό γιατί
δεν έχει (δεν θα μπώ σε λεπτομέρειες τώρα,αλλά αργότερα είμαι διαθέσιμος να δώσω εξηγήσεις),χρειάζεται όμως την συμβολή του κράτους σε θέματα κατοχύρωσης ονόματος της παραγωγής και σωστή διάθεση του τόσο στην εσωτερική όσο και στην διεθνή αγορά.
Το γνωρίζουμε και συμφωνούμε. Ο "προστατευτισμός" δεν εξαντλείται σε μέτρα φορολόγησης, ή σε δασμούς στα εισαγόμενα προϊόντα, αλλά αφορά σε μεγάλο βαθμό, στην ενεργή υποστήριξη των εγχώριων παραγωγών σε όλους τους τομείς της δραστηριότητάς τους και της διάθεσης των προϊόντων τους, ειδικά όταν επιλέγεται το μοντέλο της μικρής και μεσαίας επιχείρησης, το οποίο προσιδιάζει άριστα σε χώρες όπως η Ελλάδα, σε αντιδιαστολή με το "φορντικό" μοντέλο των μεγάλων αλυσίδων παραγωγής και των πολυεθνικών.
Διαγραφή