του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Στην ιστορία του προηγούμενου αιώνα πολιτογραφήθηκε η έκφραση
“γελοίος πόλεμος” (drole de guerre για τους Γάλλους ή phony war
για τους Βρετανούς). Ο όρος καλύπτει την περίοδο από τις 3 Απριλίου 1939,
όταν οι δύο χώρες κήρυξαν πόλεμο στη Γερμανία, με αφορμή την εισβολή της
στην Πολωνία, μέχρι τις 10 Μαΐου του 1940, ημερομηνία έναρξης της
ναζιστικής επίθεσης κατά της Γαλλίας. Ο “πόλεμος” υπήρξε πραγματικά γελοίος,
καθώς την περίοδο αυτή δεν έπεσε ούτε μια ντουφεκιά. Αυτό που ακολούθησε,
βέβαια, δεν ήταν καθόλου αστείο, όπως πρώτη θα το διαπίστωνε η Γαλλία,
που υποδουλώθηκε απίστευτα γρήγορα, αφού τα ναζιστικά στρατεύματα παρέκαμψαν χωρίς
ιδιαίτερη δυσκολία την περίφημη Γραμμή Μαζινό.
Μια ελληνική εκδοχή του “drole de guerre” εκτυλίσσεται
από τη στιγμή που γνωστοποιήθηκε η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας
(ΣτΕ) περί αντισυνταγματικότητας του νόμου για τις τηλεοπτικές συχνότητες.
Κυβερνητικά στελέχη διαπιστώνουν “δικαστικό πραξικόπημα” και
“πόλεμο” εγχώριων και ξένων κέντρων με στόχο την ανατροπή της
αριστερής κυβέρνησης και την παλινόρθωση του Παλαιού Καθεστώτος. Από την πλευρά
της, η Νέα Δημοκρατία εμφανίζει εαυτήν “δικαιωμένη”....
και αξιώνει την παραίτηση της κυβέρνησης και προκήρυξη πρόωρων εκλογών, διαρρηγνύοντας τα ιμάτιά της για τις υποτιθέμενες “ολοκληρωτικές” μεθοδεύσεις του κυβερνητικού επιτελείου σε βάρος των δημοκρατικών θεσμών.
και αξιώνει την παραίτηση της κυβέρνησης και προκήρυξη πρόωρων εκλογών, διαρρηγνύοντας τα ιμάτιά της για τις υποτιθέμενες “ολοκληρωτικές” μεθοδεύσεις του κυβερνητικού επιτελείου σε βάρος των δημοκρατικών θεσμών.
Υπάρχει σ' όλα αυτά μια τόσο ισχυρή δόση υπερβολής που φτάνει τα όρια της ιλαρότητας. Σε καμία χώρα του δυτικώς “πολιτισμένου” κόσμου μια απόφαση ανωτάτου δικαστηρίου περί αντισυνταγματικότητας ενός συγκεκριμένου νόμου δεν προκαλεί πτώση κυβέρνησης. Άλλωστε αυτή είναι η δουλειά των ανώτατων, ακυρωτικών δικαστηρίων, όπως είναι το ΣτΕ: να ακυρώνουν νόμους, ύστερα από προσφυγές όσων έχουν έννομο συμφέρον, επιβάλλοντας την αναθεώρησή τους, χωρίς αυτό να μεταφράζεται σε μείζον πολιτικό πρόβλημα. Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, είναι γιατί η πολιτική κρίση προϋπήρχε και η απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου έδρασε απλώς ως καταλύτης, που της έδωσε πιο άγρια μορφή. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωσή μας.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε κατάσταση χρόνιας πολιτικής κρίσης,
μεταβαλλόμενης μορφής και έντασης, από το 2010. Διαδοχικοί ηγέτες αναδεικνύονται
με φιλολαϊκά συνθήματα, από το “λεφτά υπάρχουν” του Γιώργου Παπανδρέου,
μέχρι τις αντιμνημονιακές διακηρύξεις του πρώιμου Αντώνη Σαμαρά, για να γίνουν
τελικά βορά των μνημονίων που οι ίδιοι υπέγραψαν. Από τη θλιβερή αυτή
μοίρα δεν ξέφυγε ο Αλέξης Τσίπρας, με αποτέλεσμα την επιταχυνόμενη
συρρίκνωση της κοινωνικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ, που έφερε προ των
πυλών το φάσμα της ΠΑΣΟΚοποίησης.
Με την κήρυξη πολέμου εναντίον των καναλαρχών και γενικώς
των ολιγαρχικών συμφερόντων, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επεδίωξε, πέραν της διαμόρφωσης
ενός κάπως πιο φιλικού, ραδιοτηλεοπτικού τοπίου, τον αποπροσανατολισμό
από τα καυτά οικονομικά και κοινωνικά θέματα, όπως και την αποκατάσταση μιας στοιχειώδους
ψυχικής επαφής με τους απογοητευμένους και εξοργισμένους αριστερούς
πολίτες που την εγκαταλείπουν.
Μα δεν βρίσκετε τίποτα το θετικό στην κυβερνητική απόπειρα
να βάλει τάξη στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, θα διερωτηθεί ο καλόπιστος (ή εύπιστος)
οπαδός της. Ασφαλώς, η ανάγκη να τεθεί τέλος στην “πειρατεία των συχνοτήτων”
για την οποία μιλά η κυβέρνηση ήταν πρόδηλη και η είσπραξη κάπου 250 εκατομμυρίων
από το δημόσιο, σε βάθος δεκαετίας, ήταν κάποιο κέρδος για το λαό
-παρότι ωχριά απελπιστικά μπροστά σ' αυτά του παίρνει η κυβέρνηση
με το τρίτο μνημόνιο. Το γεγονός αυτό, όμως, δεν νομιμοποιεί την κεντρική
επιλογή της κυβέρνησης να συγκεντρώσει σε ελάχιστα, ιδιωτικά χέρια την τηλεοπτική
αγορά, αντί να την ανοίξει στην κοινωνία και τους φορείς της, επιβάλλοντας αυστηρά
κριτήρια ποιότητας, πολυφωνίας και αξιοπιστίας.
Δηλαδή, δεν βλέπετε τίποτα μεμπτό στην απόφαση του ΣτΕ;
Ή μήπως ταυτίζεστε, στον αντιπολιτευτικό σας οίστρο, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη
και τους υποστηρικτές του, θα συνεχίσει ο υποθετικός συνομιλητής μας. Και πάλι,
ασφαλώς το ΣτΕ έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την κατάσταση που προέκυψε.
Θα μπορούσε κάλλιστα να έχει εκδώσει απόφαση από τον Ιούλιο, πριν γίνει ο
διαγωνισμός, ώστε και η κυβέρνηση και οι υποψήφιοι καναλάρχες να ξέρουν πού βαδίζουν.
Ακόμη περισσότερο, θα έπρεπε να σπεύσει να πάρει έγκαιρα απόφαση, από τη
στιγμή που έβλεπε ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέβαλε στη Νέα Δημοκρατία τη
γραμμή του για σκόπιμο μποϊκοτάζ του Εθνικού Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου,
εκβιάζοντας τη Βουλή είτε να διατηρήσει την καταφανώς αντισυνταγματική κατάσταση
πραγμάτων, είτε να νομοθετήσει η ίδια τα του διαγωνισμού.
Ωστόσο, το να επικαλείται η κυβέρνηση την απόφαση του ΣτΕ ως
απόδειξη “πραξικοπήματος” εναντίον της και να καλεί το λαό σε συστράτευση
για να προστατέψει τη “δική του” κυβέρνηση από τα στρατεύματα της
αντεπανάστασης που βρίσκονται προ των θυρών, ξεπερνά τα όρια της πολιτικής
σοβαρότητας. Η προσπάθεια αποκατάστασης της ψυχικής επαφής με την προδομένη
λαϊκή της βάση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.
Το γυαλί έχει ραγίσει από καιρό. Γιατί μπορεί η Όλγα Γεροβασίλη
να έχει δίκιο να καυτηριάζει το ΣτΕ γιατί “έκρινε συνταγματικά τα μνημόνια
που κατέστρεψαν τη χώρα”, μόνο που καθένας που την ακούει σκέφτεται αμέσως
ότι το τρίτο και φαρμακερό από αυτά τα μνημόνια το πέρασε η δική
της κυβέρνηση. Μπορεί ο Θοδωρής Δρίτσας να μη θέλει “να πουλήσει
την ψυχή του στο διάβολο για ένα τέταρτο πρόγραμμα”, αλλά ο πολίτης ενδιαφέρεται
λιγότερο για την ψυχή του υπουργού και περισσότερο για τα δημόσια έσοδα,
τις τράπεζες, τους σιδηροδρόμους, τα αεροδρόμια και -ναι!-
το “λιμάνι της αγωνίας” που έχει πουλήσει η κυβέρνησή του στους δανειστές
και τα ξένα funds.
Για τη Γαλλία, τον “γελοίο πόλεμο” ακολούθησε η
συντριβή στον πραγματικό πόλεμο και η ταπείνωση από τη συνθηκολόγηση
του δωσιλογικού καθεστώτος Πετέν. Ευτυχώς, η γαλλική Αντίσταση έσωσε την
τιμή και τη διεθνή υπόληψη της χώρας. Στην περίπτωσή μας, η ταπεινωτική συνθηκολόγηση
έχει προηγηθεί της αναπόφευκτης πολιτικής συντριβής. Το μόνο ερώτημα
που μένει ανοιχτό είναι ποιοι μπορούν ακόμη να ξεπλύνουν τη ντροπή της πρώτης
και να αποφύγουν να ζήσουν και τη δεύτερη.
από το «iskra.gr»
Ο "γελοίος πόλεμος" στην ελληνική του έκδοση
Reviewed by Διαχειριστής
on
Κυριακή, Οκτωβρίου 30, 2016
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια: