του Δημήτρη Α.
Γιαννακόπουλου
Μέσα από την μεγαλύτερη ελληνική, πολύπλευρη κρίση μετά τον
εμφύλιο, φαίνεται να γεννιέται ετούτο που αλλιώς δεν θα μπορούσε ποτέ να
υπάρξει: ένα σύγχρονο κόμμα της φιλελεύθερης πλουραλιστικής αριστεράς. Και αυτό
με την μορφή της Ριζοσπαστικής Αριστεράς που έρχεται να απαντήσει α λα ελληνικά
στο δημοκρατικό παράδοξο: στο πάντρεμα της ελευθερίας με την ισότητα, εντός
μιας κοινωνίας που προς το παρόν δεν δείχνει σημάδια τόσο υψηλής πολιτικής
ωριμότητας που θα καθιστούσε το εγχείρημα κοινό στόχο της βούλησης και όχι
απλώς της ρητορείας της πλειονότητας των Ελλήνων.
Η αστική δημοκρατία ηττάται καθημερινώς στον κόσμο μας.
Είναι, αν θέλετε, η μεγαλύτερη απάτη που συνδέθηκε με την νεωτερικότητα και το
μοντέρνο κεφαλαιοκρατικό κράτος. Ωστόσο μέσα από αυτή την απάτη διαμορφώνεται
πολιτισμός, νόμος, οικονομία, σύστημα κατανόησης και εκτίμησης του πραγματικού,
δηλαδή του συμφέροντος και κοσμοαντίληψη που καταλήγουν να φωτίζουν την
αυταπάτη της δημοκρατίας πως τάχαμου είναι εφικτή η συμφιλίωση της ηθικής με
την πολιτική. Όχι, δεν είναι, αλλά τι όμορφο θα ήταν αν η πολιτική εγκαλείτο
από το ηθικό και κοινωνικά δίκαιο στο διηνεκές με όρους κοινωνικής ισότητας,
αλληλεγγύης, σεβασμού της διαφορετικότητας, προστασίας του αδυνάτου, αλλά και
αυστηρότητας στην αξιοκρατία, στον απολογισμό, όπως και στην ανάπτυξη
οργανωτικών μορφών εναντίον κάθε είδος αποκλεισμού και ρατσισμού!
Το ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία απέτυχε να τηρήσει τις
δεσμεύσεις της (:ουσιαστική λαϊκή...
κυριαρχία, ανάδειξη κοινοβουλευτικών και τοπικών αντιπροσώπων που να υπηρετούν το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου και όχι τα συμφέροντα ιδιαίτερων ομάδων, περιορισμό και όχι ενδυνάμωση της ολιγαρχικής εξουσίας, κοινωνικός έλεγχος σε όλα τα πεδία στα οποία ασκείται εξουσία που λαμβάνει δεσμευτικές αποφάσεις για μιαν ολόκληρη ομάδα ή λαό, ή εξάλειψη των αόρατων εξουσιών και της διαπλοκής, δημοκρατική κοινωνικοποίηση για την διάπλαση ενεργών, συνειδητών και ενάρετων/υπευθύνων πολιτών) δεν σημαίνει ότι δεν τις ανέδειξε ως ζωτικές αντιφάσεις για τον πολίτη και την εξέλιξη του καπιταλισμού, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που η αυτονόητη (δομική) απάντηση να είναι ο σοσιαλισμός, ο οποίος όμως δεν θα έχει καμία σχέση με την δικτατορία του προλεταριάτου και τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό στο πλαίσιο του Κόμματος-Κράτους.
κυριαρχία, ανάδειξη κοινοβουλευτικών και τοπικών αντιπροσώπων που να υπηρετούν το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου και όχι τα συμφέροντα ιδιαίτερων ομάδων, περιορισμό και όχι ενδυνάμωση της ολιγαρχικής εξουσίας, κοινωνικός έλεγχος σε όλα τα πεδία στα οποία ασκείται εξουσία που λαμβάνει δεσμευτικές αποφάσεις για μιαν ολόκληρη ομάδα ή λαό, ή εξάλειψη των αόρατων εξουσιών και της διαπλοκής, δημοκρατική κοινωνικοποίηση για την διάπλαση ενεργών, συνειδητών και ενάρετων/υπευθύνων πολιτών) δεν σημαίνει ότι δεν τις ανέδειξε ως ζωτικές αντιφάσεις για τον πολίτη και την εξέλιξη του καπιταλισμού, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που η αυτονόητη (δομική) απάντηση να είναι ο σοσιαλισμός, ο οποίος όμως δεν θα έχει καμία σχέση με την δικτατορία του προλεταριάτου και τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό στο πλαίσιο του Κόμματος-Κράτους.
Μόνον που αυτός ο σοσιαλισμός είναι προϊόν μιας βαθιάς
βιοοικονομικής προσέγγισης κατά την οποία δεν περισσεύουν άνθρωποι και φυσικοί
πόροι, ενώ αναπτύσσουμε με πάθος και χρησιμοποιούμε την τεχνολογία επ’ ωφελεία
της ανθρωπότητας με κριτήριο την αειφορία και υπέρ του συμφέροντος των επόμενων
γενεών. Με αυτή την έννοια η εργασία αποκτά ηθικό νόημα και η παραγωγική
διαδικασία μεταβάλλεται σε δημιουργία.
Κοιτάξτε, η σύγχρονη αριστερά διαφέρει από την σύγχρονη
δεξιά σε δυο κεντρικά σημεία: (1) η πρώτη τείνει να αναπτύξει πολιτισμό μέσα
από την βιοοικονομική σχέση Άνθρωπος – Μηχανή – Περιβάλλον, ενώ η δεύτερη
πασχίζει να εναρμονίσει τον Άνθρωπο με τον Θεό και (2) η πρώτη αναπτύσσει
διαλεκτική στη βάση του ανθρώπινου νόμου που παλαντζάρει μεταξύ ελευθερίας και
ισότητας, ενώ η δεύτερη υπαινίσσεται τον φυσικό νόμο για να νομιμοποιήσει
αποκλεισμούς και ανισότητες.
Με την έννοια αυτή η δεξιά προαγάγει την βαρβαρότητα και την
απλοϊκότητα έως χυδαιότητα στις κοινωνικοοικονομικές σχέσεις, εν ονόματι ενός
ατομιστικού ρεαλισμού, ενώ η αριστερά υπόσχεται αντίθετης φιλοσοφίας πολιτικές
εν ονόματι είτε ενός κοινωνικού ρεαλισμού, είτε ενός μεταστρουκτουραλισμού, ο
οποίος δεν πιστεύει σε μια ορθολογική ηθική λογιστική για τον εναρμονισμό των
κοινωνικών σχέσεων, αλλά στην ανάπτυξη πολιτικών – που ασφαλώς εμπεριέχουν
κοινωνικά νομιμοποιημένο καταναγκασμό – για την αντιμετώπιση της βίας που
προέρχεται από την τάση συσσώρευσης του κεφαλαίου και σχηματισμού μονοπωλίων με
αντάλλαγμα τον εξανδραποδισμό των εργαζομένων, τον εξευτελισμό των δημοκρατικών
θεσμών, την υποταγή της κοινωνίας στην ελευθέρια αγορά που συστήνει και
διευθύνεται από ολιγοπώλια, δοξάζοντας την νεκρή ύλη και τον λειτουργισμό και
την τεχνητή πρόκληση ανεργίας.
Αυτή η τελευταία προσέγγιση (μεταστρουκτουραλιστική), είναι
εκείνη που διατρέχει την δική μου προσωπική αφήγηση, τονίζοντας ότι σε αντίθεση
με τις κανονιστικές μαρξιστικές ή αναρχικές θεωρήσεις, δεν υπερασπίζομαι ή/και
προπαγανδίζω μια τελική λύση στην αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, αλλά τον διαρκή
αγώνα εναντίον της ηγεμονίας κεφαλαιοκρατικών συστημάτων πάνω στην κοινωνία –
εκθέτοντας την πραγματική μορφή ηγεμονίας που ορίζει την τάξη πραγμάτων στην
σημερινή Ελλάδα.
Η τάξη αυτή (:διαπλοκή σε ένα τελματωμένο κεφαλαιοκρατικό
σύστημα πατρωνίας), που μεταβάλλεται γοργά υπό την διεύθυνση της τρόικας,
ορίζει και την πολιτικότητα της κρίσης με όρους σαφώς αντικοινωνικούς και
αντεθνικούς. Εδώ κλονίζεται τόσο η συνοχή της κοινωνίας, όσο και η ίδια η
υπόσταση του ελληνικού κράτους στο διεθνές σύστημα.
Άμεσος στόχος της αριστεράς, δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο
παρά η απελευθέρωση κράτους και κοινωνίας από την απόλυτη ομηρεία στην οποία
διολίσθησαν μέσω μιας πρόστυχης στρατηγικής που αποτελεί την προσωρινή συμφωνία
της κεντροευρωπαϊκής βιομηχανικής ελίτ και του χρηματοπιστωτικού λόμπυ και την
οποία υποστήριξαν και υποστηρίζουν σε επίπεδο ηθικής και προγράμματος όλες
ανεξαιρέτως οι συντηρητικές δυνάμεις που συγκλίνουν στο απολιτικό κέντρο, είτε
από δεξιά είτε από αριστερά.
Αυτές οι δυνάμεις συγκροτούν την πλειοψηφία της βουλής και
σε μεγάλο βαθμό εκφράζουν την στρέβλωση του πολιτικού συστήματος της Ελλάδας
που κυριαρχείται μετά το 1990 από τον ολοκληρωμένο μηχανισμό της διαπλοκής.
Αυτός ο μηχανισμός ηγεμονίας των καιροσκόπων αμοραλιστών της καθ’ ημάς
κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς, με τα άπληστα και πελατειακά χαρακτηριστικά,
δέχεται έμμεσα χτυπήματα από τους παράγοντες ισχύος της τρόικας.
Τον εξευτελίζουν καθημερινά και τον υπονομεύουν, με
αποτέλεσμα τούτος να γίνεται ακόμη πιο αδίστακτος εναντίον της κοινωνίας των
εργαζομένων, ακόμη πιο παραπλανητικός και να παρουσιάζει αντιφάσεις που
ανάγονται στο φάσμα της φαρσοκωμωδίας. Η διαπλοκή «τρελάθηκε» από την
ανασφάλεια και μέσα στον πανικό της καταφεύγει σε γκεμπελισμούς και κραυγές
αγανάκτησης που δείχνουν την απορρύθμισή της.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο απορρύθμισης και γελοιότητας
κινείται ασφαλώς και η Συγκυβέρνηση, με γελοιωδέστερο όλων τον πρωθυπουργό. Δεν
νομίζω ότι έχει υπάρξει πιο αντιφατικός ηγέτης της κεντροδεξιάς, έστω και στο
επίπεδο ρητορείας, από τον κ. Σαμαρά. Ουδείς μέχρι σήμερα έχει υπάρξει τόσο
διπρόσωπος. Αυτός πράττει και λέει ως πρωθυπουργός τα ακριβώς αντίθετα από
εκείνα που εκστόμιζε ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και μάλιστα με
το ίδιο αισθαντικό ύφος!
Δεν μπαίνει καν στον κόπο να εξηγήσει έστω παιδαριωδώς, την
απόλυτη μεταστροφή του ως προς την κριτική της στρατηγικής των μνημονίων. Δεν
είναι απλώς θρασύς πολιτικάντης όπως τόσοι και τόσοι άλλοι, αλλά έκφραση της
απόλυτης χυδαιότητας της πολιτικής ζωής. Εκμηδενίζει την σημασία της πολιτικής
αφήγησης, αναπτύσσοντας μια ακριβώς αντίθετη ρητορεία, ένα ακριβώς αντίθετο
σκεπτικό τόσο οντολογικά όσο και επιστημολογικά, από εκείνη και εκείνα που τον
έφεραν στον πρωθυπουργικό θώκο.
Με την έννοια αυτή ταυτίζεται με την πολιτική διακύμανση της
διαπλοκής, μέχρι κάποια στιγμή μέσα στην γενικευμένη απορρύθμισή τους να
συγκρουστούν! Αυτό αποτελεί σύμπτωμα απόλυτης σήψης του πολιτικού συστήματος
και ένδειξη πως αν η αριστερά δεν ξεφύγει από τις παραδοσιακές αγκυλώσεις της,
την συνωμοτική της δομή, τα τρομερά συμπλέγματα και τις μικρότητες, καθώς και
από την τρέχουσα δομή των εσωτερικών πολιτικών σχέσεων, όπως και από την άρνησή
της να εμπλακεί στην διαμόρφωση «κοινών πολιτικών» εντός του καπιταλισμού υπέρ
των εργαζομένων με βιοοικονομικό κριτήριο, θα φτάσουμε να βιώσουμε το τέλος του
κοινοβουλευτισμού στην Ελλάδα με την επιβολή χούντας για καμιά δεκαετία και όχι
ασφαλώς κάποιου είδους σοσιαλιστική επανάσταση.
Ο μεγάλος συμβιβασμός της αριστεράς σήμερα έχει δύο άξονες:
(1) Την δημιουργία ενός Δημοκρατικού Μετώπου που θα αναλάβει να κυβερνήσει στο
πλαίσιο απεγκλωβισμού από το καθεστώς υποτελείας και Υπερεθνικού Ελέγχου που
έχουν επιβάλει οι δανειστές της χώρας, στο οποίο θα πρέπει να μετέχουν ενεργά
εκτός από τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το Μέτωπο Αλληλεγγύης και
Ανατροπής, ΕΠΑΜ, και πλήθος άλλων λαϊκών οργανώσεων βάσης που εκφράζουν ένα μη
ρατσιστικό αίτημα χειραφέτησης και αναδιοργάνωσης των ελληνικών πολιτικών σε
ένα γενικό πλαίσιο το οποίο να θέτει τις βάσεις για ανασυγκρότηση και
εκδημοκρατισμό και να ορίζει τις θέσεις μιας ουσιαστικής πολιτικής
διαπραγματεύσης με τους εταίρους μας στην ΕΕ. (2) Την «ενιαιοποίηση» του
ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος από την οργάνωση σε πολιτικά groupings πρέπει να καταλήξει σε
οργάνωση κόμματος με δημοκρατικές πρακτικές για την διαβούλευση και την λήψη
των αποφάσεων. Σε ένα Δημοκρατικό Μέτωπο της μορφής που περιέγραψα, το οποίο θα
προσελκύσει υποστηρικτές από όλο το πολιτικό φάσμα με μοναδική προϋπόθεση την
αποδοχή μη-πελατειακών πολιτικών στο πνεύμα ριζοσπαστικής προοδευτικής
μεταρρύθμισης, με το δημόσιο να ελέγχει τις κοινωνικές υπηρεσίες και το
τραπεζικό σύστημα, όπως και στρατηγικούς τομείς ανάπτυξης, ενώ στους ιδιώτες ή
συνεταιριστικές και αυτοδιοικούμενες δομές επιχειρήσεων θα εναποτίθεται η
ευθύνη της αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής με εξαγωγικό κυρίως χαρακτήρα,
θα υπάρχουν ασφαλώς σημαντικές ιδεολογικές διαφορές και διαφορετικές θέσεις ως
προς την σχέση της Ελλάδας με την ΕΕ και το ΝΑΤΟ.
Αυτό δεν είναι πρόβλημα στο βαθμό που αποσαφηνιστεί ότι το
Δημοκρατικό Μέτωπο είναι προϊόν της συγκυρίας που αποσκοπεί αποκλειστικά στο να
δώσει και να υποστηρίξει κριτικά μια μεταβατική κυβέρνηση τετραετίας που θα
διαμορφώσει τους όρους δημοκρατικής ανασυγκρότησης για να καταλήξει σε μια
μείζονα συνταγματική/πολιτειακή μεταρρύθμιση, η οποία θα επανεξετάσει το
κοινοβουλευτικό καθεστώς με όρους αμεσοδημοκρατικούς, απόλυτης διάκρισης των
εξουσιών, ουσιαστικής ισονομίας και ισοτιμίας, προάσπισης των δικαιωμάτων του
ανθρώπου, του πολίτη και του εργαζόμενου, καθώς και αναοριοθέτηση κανόνων
βιοηθικής και προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος με γνώμονα την αειφορία κλπ.
Η εθνοσυνέλευση αυτή θα σημάνει και το τέλος του
Δημοκρατικού Μετώπου, τουλάχιστον σε αυτή την μορφή και την αυγή μιας νέας
δημοκρατικής αυτή τη φορά μεταπολίτευσης, όπου ο πολιτικός αγωνισμός και η
σαφής ιδεολογική αντιπαράθεση θα παράγουν τις επιμέρους πολιτικές με επίγνωση
του συμφέροντος (κοινωνικού και ατομικού), ενώ θα καθιστούν τον πολίτη υπεύθυνο
δημιουργό της καθημερινότητάς του και εγγυητή του μέλλοντος των παιδιών του.
Όλα αυτά καθώς το σημερινό καθεστώς γκρεμίζεται δίχως καμία
αμφιβολία, μετατρέποντας την χώρα σε υποτελή πολιτεία μέσω του χρεοστασίου που
συνομολόγησε με την τρόικα και με τραγικές για την προοπτική παραμονής στην
ευρωζώνη ρήτρες και έναν ενισχυμένο Ειδικό Λογαριασμό για την εξυπηρέτηση του
χρέους, στον οποίον η χώρα θα εισφέρει όλα τα έσοδα των ιδιωτικοποιήσεων, τα
πρωτογενή πλεονάσματα, και το 30% τυχόν επιπλέον πλεονασμάτων!
Η συμφωνία της Γερμανικής πλευράς με το ΔΝΤ, η οποία
παρουσιάστηκε ως σωτήρια λύση για παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη, αποτελεί
αντικειμενικά συνθήκη εξόδου της χώρας από αυτή, διαμορφώνοντας δυσβάσταχτες
πολιτικοοικονομικές συνθήκες μεσοπρόθεσμα για τον ελληνικό λαό και βουλιάζοντας
ακόμη περισσότερο στην ύφεση την εσωτερική αγορά για τουλάχιστον μια ακόμη
τριετία με την ανεργία να λαμβάνει διαστάσεις μεγάλης πολεμικής καταστροφής.
Το ερώτημα μετά τον τελευταίο «θρίαμβο» της συγκυβέρνησης
δεν είναι «ευρώ ή δραχμή», αλλά «διπλό νομισματικό ή αυτόνομο εθνικό νόμισμα».
Όπως και το ερώτημα δεν είναι πόσο θα κοστίσει στον ελληνικό λαό η έξοδος από
την ευρωζώνη, αλλά πόσο περισσότερο με ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία έχει
στοιχίσει και θα στοιχίσει ακόμη η παραμονή μας στην ευρωζώνη μέχρι να
επισυμβεί το αναμενόμενο από όλες σχεδόν τις ενδιαφερόμενες πλευρές, βελούδινο
ή λιγότερο βελούδινο διαζύγιο.
Το ουσιαστικό πολιτικό ζήτημα αυτή την στιγμή δεν είναι υπό
ποίους όρους θα μπορούσαμε να διαπραγματευτούμε με τους εταίρους μας την
παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη, αλλά υπό ποίους όρους, συμμαχίες, εσωτερική
και εξωτερική πολιτική θα επανιδρυθεί το ελληνικό κράτος εκτός ευρωζώνης. Και
σε αυτό το σημείο, σημειώστε ότι φτάσαμε εξαιτίας της στρατηγικής της τρόικας
και ενός προγράμματος υπό το σύνθημα «πάση θυσία στο ευρώ», που προπαγάνδισε η
διαπλοκή και υπηρέτησε περισσότερο από όλους αντιφατικά ο κατά τα φαινόμενα
τελευταίος πρωθυπουργός της τρίτης ελληνικής δημοκρατίας, Αντώνης Σαμαράς.
Με μία κουβέντα, ο στόχος «πάση θυσία στο ευρώ» οδηγεί
αναπόδραστα είτε σε πλήρη έξοδο από την ευρωζώνη με την υιοθέτηση εθνικού
νομίσματος και αναστολή εφαρμογής για την Ελλάδα μίας σειράς διατάξεων της
Συμφωνίας για την Ευρωπαϊκή Ένωση, είτε στην ευρωπροτεκτορατοποίηση με χούντα
και διπλό νομισματικό σύστημα.
Την πρώτη προοπτική μπορεί να διαπραγματευθεί υπό τις
σημερινές συνθήκες αποκλειστικά το Δημοκρατικό Μέτωπο που ανέφερα, ενώ η
δεύτερη θα είναι η κατάληξη αποτυχίας συγκρότησης του πρώτου και συνέχιση της
ηγεμονίας των διαπλεκομένων. Ο μεγάλος συμβιβασμός της αριστεράς, με άλλα
λόγια, έρχεται να απαντήσει στην ανάγκη διαμόρφωσης των όρων για μία εθνικά και
κοινωνικά αξιοπρεπή διαπραγμάτευση του εθνικού συμφέροντος με τους ευρωπαϊκούς
και διεθνείς παράγοντες στο πλαίσιο της αναγκαστικής πλέον εξόδου της χώρας από
την ευρωζώνη, εξαιτίας της μορφής που έλαβε η ειδική σχέση που συνομολόγησαν οι
Συγκυβερνώντες με την τρόικα.
Η θέσπιση του συγκεκριμένου χρεοστασίου για την Ελλάδα με
Υπερεθνική Επιτροπεία, όχι μόνον δεν δίνει αναπτυξιακή λύση στο οικονομικό
πρόβλημα της Ελλάδας, αλλά αντιθέτως την καταδικάζει σε δραματική
πολιτικοοικονομική υποβάθμιση, αν δεν υπάρξει ριζική πολιτική αντίδραση σε αυτά
ή προηγουμένως δεν βιώσουμε ευρύτερες εξελίξεις που θα διαλύσουν την ευρωζώνη.
Οι κεντρικοί όροι που διαμορφώνουν το πλαίσιο του μεγάλου
συμβιβασμού της αριστεράς προς μία εναλλακτική διακυβέρνηση είναι:
(1) Άμεση, μονομερής αναστολή πληρωμών του δημόσιου χρέους,
με λογιστικό έλεγχο και κατάργηση ολόκληρου του νομοθετικού πλαισίου που
αναφέρεται στις πρόνοιες των μνημονίων και στην εγκαθίδρυση μηχανισμών
επιτροπείας.
(2) Εθνικοποίηση της Τράπεζας της Ελλάδας και δημόσιος
έλεγχος του τραπεζικού τομέα της χώρας και ασφαλώς της κίνησης κεφαλαίων.
(3) Υιοθέτηση εθνικού νομίσματος και πλήρη ανάπτυξη των πιστωτικών
εργαλείων που θεμελιώνουν τη νομισματική κυριαρχία του κράτους.
(4) Έναρξη διαπραγματεύσεων με την ευρωζώνη για να
καθοριστεί το νέο πλαίσιο σχέσεων με αυτήν και τους επίσημους δανειστές μας στο
πλαίσιο της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και των κοινών συμφερόντων. Στο ίδιο πλαίσιο
θα ερευνηθεί και ένας εύλογος για το εθνικό συμφέρον τρόπος αποπληρωμής μέρους
των δανείων στους εταίρους μας, αφού προηγουμένως εκτιμηθεί από μία διεθνή
επιτροπή εμπειρογνωμόνων η ζημία της χώρας από την ένταξη στην ευρωζώνη και την
εμπλοκή της στον Ατομικό Μηχανισμό.
(5) Αναζήτηση μέσω του κοινωνικού διαλόγου ενός μοντέλου
διαγραφής και αναδιάρθρωσης ιδιωτικών χρεών εντός της χώρας.
(6) Θεμελίωση ενός νέου καθεστώτος βιομηχανικής ανάπτυξης με
εξωτερικές άμεσες επενδύσεις και ανάπτυξη ενός δεκαετούς προγράμματος δημοσίων
επενδύσεων.
(7) Νέο φορολογικό καθεστώς που θα βασίζεται στην αναδιανομή
από πάνω προς τα κάτω, στην αντιστροφή της υφιστάμενης αναλογίας άμεσοι /
έμμεσοι φόροι και στην ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας με τρία κριτήρια: (α)
καινοτομία, (β) εφαρμογή υψηλής τεχνολογίας και (γ) εξαγώγιμος χαρακτήρας.
(8) Ριζική μεταρρύθμιση του δημοσίου τομέα στην βάση
αυστηρής αξιολόγησης, αποτελεσματικότητας στην διοίκηση, εξυπηρέτησης του
πολίτη και τεχνολογικού – οργανωτικού εκσυγχρονισμού.
(9) Ανάπτυξη και εφαρμογή ενός νέου μοντέλου αποκέντρωσης
που θα καθιστά την τοπική και περιφερειακή αυτοδιοίκηση πυρήνα πολιτικής
διαβούλευσης και υπεύθυνο φορέα αποφάσεων στο πρότυπο του σουηδικού μοντέλου.
(10) Νέο τεχνολογικά ολοκληρωμένο σύστημα για την πάταξη της
φοροδιαφυγής και αυστηροποίηση του καθεστώτος «φοροκλοπής», όπως και των
κανόνων που θεσπίζουν την καλή λειτουργία της αγοράς (εντιμότητα στις
συναλλαγές) στο πρότυπο του γερμανικού ή σκανδιναβικού μοντέλου.
Αυτά θα μπορούσαν να είναι μερικές από τις αναγκαίες
πρωτοβουλίες στις οποίες θα συναινούσε σαφώς το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής
κοινωνίας και όλοι οι εργαζόμενοι που δεν στηρίζουν την ύπαρξή τους στο
πελατειακό καθεστώς του δικομματισμού, όπως και όλοι οι υγιείς, φιλοπρόοδοι και
μη κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες.
Προδήλως με τις πρωτοβουλίες αυτές ούτε έρχεται ο
σοσιαλισμός στην Ελλάδα, ούτε εξανθρωπίζεται ο καπιταλισμός, ούτε πρόκειται να
μεταβληθεί η χώρα αυτομάτως σε παράδεισο και οι σχέσεις των πολιτών σε αγνές
και αγαθές. Είναι, όπως δήλωσα από την αρχή, κινήσεις που βγάζουν την χώρα από
τον μονόδρομο της εξαθλίωσης και ταπείνωσης της ευρωζώνης και την οδηγούν στον
δρόμο της δημοκρατικής και παραγωγικής ανασυγκρότησης, που είναι πρωτίστως
υποχρέωση της σύγχρονης αριστεράς.
Μόνον εντός αυτού του δρόμου θα υπάρξει περιθώριο ανάπτυξης
υγιούς πολιτικού αγωνισμού και ιδεολογικής αντιπαράθεσης για την συνέχεια: για
να δούμε, δηλαδή, αν η κοινωνία «αντέχει» και επιθυμεί να κινηθούμε
αριστερότερα, ή προτιμά συντηρητικότερες επιλογές, αλλά σε κάθε περίπτωση με
προστασία της εργασίας και της ατομικής περιουσίας των λαϊκών και μεσαίων
στρωμάτων από το τυχοδιωκτικό κεφάλαιο.
Η ελληνική κρίση έχει πάρει τέτοια μορφή που η θέση «όλες οι
κυβερνήσεις στον καπιταλισμό είναι ίδιες και εις βάρος των εργαζομένων» θα
πρέπει να θεωρείται όχι απλώς ανιστόρητη και λαϊκιστική, αλλά και παιδαριώδης.
Η ευρύτερη αριστερά στην χώρα έχει ιστορικό χρέος να προσφέρει την καλύτερη
δυνατή λύση συνολικά για την ελληνική κοινωνία, ορίζοντας η ίδια τις
προϋποθέσεις της δημοκρατικής διεξόδου. Προφανώς αυτό θα την καταστήσει μέρος
του προβλήματος της ανασυγκρότησης και θα φθείρει τις ηγεσίες και τους φορείς
της, αλλά ταυτόχρονα θα προσφέρει μία ανεπανάληπτη στην πολιτική ιστορία της
Ελλάδας προοπτική για τον ελληνικό λαό, την πολιτική και τον πολιτισμό, δίχως οπωσδήποτε
να εκθέσει το ζήτημα της επαναστατικής πορείας προς τον σοσιαλισμό.
Ο μεγάλος συμβιβασμός της αριστεράς
Reviewed by Διαχειριστής
on
Τρίτη, Δεκεμβρίου 04, 2012
Rating:
Διαφωνώ με τέτοιου είδους διαχωρισμούς (δεξιά-αριστερά) Η γραμμή διαχωρισμού μεταξύ "δεξιάς" και "αριστεράς" στον περίπλοκο κόσμο μας είναι τόσο τεθλασμένη που οποιαδήποτε προσπάθεια τέτοιας ερμηνείας είναι εν τέλει ατελέσφορη...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕμείς εδώ στο Μικροτσοτσουνιστάν, προτιμάμε να στηνόμαστε τριακόσια μέτρα ουρά, έξω από τα πολιτικά γραφεία για ν’ ανταλλάξομε την ψήφο μας, αντί να μαζευτούμε να χτίσομε με τούβλα τις πόρτες των πολιτικών γραφείων με τους πολιτευτές κλεισμένους μέσα και μετά να κάτσομε να κουβεντιάσομε σαν άνθρωποι. Να κουβεντιάσουμε όχι για το θράσος του κ. Roesler, αλλά για το πώς θα ξαναχτίσομε αυτά που μέσα σε ηδονιστικές παραισθήσεις δεκαετιών και τις πιστωτικές κάρτες στο χέρι, σα γνήσιοι αρχοντοχωριάτες, αφήσαμε να ρημάξουνε...
Αυτή η λειτουργία μας τι είναι "δεξιά" ή "αριστερά"?
Ούτε εμείς πλέον χρησιμοποιούμε αυτούς τους όρους, όχι διότι δεν αναγνωρίζουμε ότι υπάρχουν τεράστιες διαφορές στον τρόπο που η μια, ή η άλλη πλευρά αντιλαμβάνεται τη κίνηση της Κοινωνίας και τους τρόπους που προτείνει, αλλά κάτω από τις σημερινές συνθήκες και την Ανάγκη των καιρών μικρή σημασία έχουν πλέον. Παρ' όλα αυτά ένα μεγάλο μέρος του κόσμου λειτουργεί ακόμα με τα παλιά στερεότυπα, τα οποία πρέπει να λαμβάνουμε υπ' όψη, χωρίς όμως να θολώνουμε την εικόνα του δικού μας προτάγματος, που είναι η ενίσχυση του Παλλαϊκού χαρακτήρα του Μετώπου και η Ανατροπή του κατοχικού καθεστώτος. Στη κατεύθυνση αυτή το άρθρο συμβάλει έστω κι αν χρησιμοποιεί τα παλιά στερότυπα.
Διαγραφή