του Δημήτρη Καζάκη
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανοησία από το θέσφατο του ισοσκελισμένου κρατικού προϋπολογισμού και μάλιστα σε συνθήκες ύφεσης, που μας το έχουν πλασάρει και ως «εθνικό στόχο». Όσο περισσότερο κυνηγά αυτόν τον στόχο η οικονομική πολιτική της εκάστοτε κυβέρνησης τόσο περισσότερο θα βαθαίνει η ύφεση της ελληνικής οικονομίας, τόσο περισσότερο θα επιδεινώνεται η κρίση χρέους, τόσο περισσότερα εκατομμύρια έλληνες εργαζόμενοι και ιδίως νέοι θα αντιμετωπίζουν την ανεργία και την κοινωνική απόγνωση.
Η αλήθεια είναι ριζικά διαφορετική. Έχουμε απόλυτη ανάγκη από δραστική αύξηση των δημοσίων δαπανών, αλλιώς οδεύουμε με μαθηματική ακρίβεια σε τριτοκοσμική καταστροφή. Ακόμη κι αν χρειαστεί να παραμείνουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα σε σχετικά υψηλά επίπεδα. Αρκεί, βέβαια, το κρατικό έλλειμμα να μην προέρχεται από τον παρασιτισμό των εκάστοτε κυβερνήσεων και...
την εξυπηρέτηση των ημέτερων επιχειρηματικών συμφερόντων, καθώς και από τα τοκοχρεολύσια του δημόσιου χρέους.Πίσω από τους μύθους για το κακό «μεγάλο κράτος», ας δούμε ποια είναι η αλήθεια.
Οι δημόσιες δαπάνες αντιμετωπίζονται συχνά σαν να ήταν ένα βάρος για την οικονομία της αγοράς, ένα αποτρόπαιο βάρος για ολόκληρη την κοινωνία, η οποία θα γνώριζε μεγαλύτερη ανάπτυξη αν μόνο οι δημόσιες δαπάνες είχαν περικοπεί δραστικά. Αλλά η οικονομική ιστορία των τελευταίων 150 χρόνων, δείχνει ακριβώς το αντίθετο: ότι η οικονομική ανάπτυξη έχει πάει χέρι-χέρι με ένα αυξανόμενο ποσοστό των δημοσίων δαπανών από τα μέσα του 19ου αιώνα. Στις 14 πιο ανεπτυγμένες οικονομίες του κόσμου από 10,8% επί του ΑΕΠ τους που ήταν οι δημόσιες δαπάνες τους το 1870, ανήλθαν στο 20% το 1920, στο 28% το 1960, στο 42% το 1980, στο 46% το 2000, ενώ το 2010 παρέμεναν στο ίδιο επίπεδο. Γιατί; Επειδή οι δημόσιες δαπάνες λειτουργούν ανασταλτικά στην οικονομική ανάπτυξη; Ή μήπως γιατί έπιασε τρέλα τα πιο ανεπτυγμένα κράτη του κόσμου και φόρτωσαν με σπατάλες του προϋπολογισμούς τους; Και βέβαια όχι. Ο συντελεστής ανόδου των δημοσίων δαπανών είναι ευθέως ανάλογος με το επίπεδο ανάπτυξης και οργάνωσης μιας οικονομίας.
Αυτό δεν είναι απλά μια σύμπτωση. Υπάρχει μια στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ της ανόδου των επιπέδων των δημόσιων δαπανών και της οικονομικής ανάπτυξης, στις αναπτυσσόμενες χώρες καθώς και χώρες με υψηλά εισοδήματα. Αυτή η «μακροπρόθεσμη» σχέση είναι γνωστή ως «νόμος του Βάγκνερ», από το όνομα του οικονομολόγου που εντόπισε για πρώτη φορά στη δεκαετία του 1880 την στατιστική συσχέτιση, και έχει επανειλημμένα επιβεβαιωθεί από τη μεγάλη πλειοψηφία των μελετών από τότε. Μερικές πιο πρόσφατες εκθέσεις αναφέρουν:
• Μια ανάλυση 23 χωρών με υψηλά εισοδήματα την περίοδο 1970 - 2006 από δύο οικονομολόγους του Center of Financial Studies του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης, το οποίο είναι μη κερδοσκοπικός ερευνητικός οργανισμός που χρηματοδοτείται από 120 τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες και βιομηχανίες, επιβεβαίωσε «μια θετική συσχέτιση μεταξύ δημόσιων δαπανών και του κατά κεφαλήν ΑΕΠ ... [και] μια κοινή στρατηγική ανάπτυξης μεταξύ των 23 χωρών και τη γενικευμένη ισχύ του νόμου του Βάγκνερ».[1]
• Μια ανάλογη μελέτη των 51 αναπτυσσόμενων οικονομιών από το προσωπικό του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), διαπίστωσε ότι υπήρχε μια συνεκτική σύνδεση σε όλες τις χώρες, επιβεβαιώνοντας «μια μακροπρόθεσμη σχέση μεταξύ των κρατικών δαπανών και της παραγωγής σύμφωνα με το νόμο του Βάγκνερ». Ενώ μια αντίστοιχη ανάλυση της Ινδίας από το 1950 έως το 2008 επιβεβαίωσε επίσης «την ισχύ του νόμου του Βάγκνερ στην Ινδία ... υπάρχει μία μακροχρόνια σχέση μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και αύξησης των δημόσιων δαπανών».[2]
Έτσι, η αύξηση των δημοσίων δαπανών δεν αποτελεί μειονέκτημα για την οικονομική ανάπτυξη, αλλά φαίνεται να είναι ένα ουσιαστικό μέρος της οικονομικής μεγέθυνσης και ανάπτυξης, σε όλες τις χώρες. Την εξήγηση για αυτήν την σχέση δίνει μια σειρά από τρόπους με τους οποίους ένα αυξανόμενο ποσοστό των δημοσίων δαπανών συμβάλλει στις οικονομίες:
• Οι δημόσιες δαπάνες έχουν έναν κρίσιμο ρόλο στις επενδύσεις σε υποδομές. Υπάρχουν σημαντικά οφέλη για το σύνολο της οικονομίας από το να υπάρχουν καλοί δρόμοι και γενικά ένα καλά οργανωμένο και συντηρούμενο δίκτυο δρόμων, σιδηροδρόμων, ηλεκτρικού ρεύματος και νερού. Οι ιδιώτες επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν το έργο αυτών των δικτύων, αλλά δεν θέλουν να επιβαρυνθούν με τις επενδύσεις που χρειάζονται αυτά τα δίκτυα. Γι’ αυτό σε όλες τις χώρες, οι επενδύσεις σε υποδομές είναι στην αρμοδιότητα του δημόσιου τομέα. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα περισσότερα από τα κέρδη παραγωγικότητας στην «χρυσή εποχή» της οικονομίας των ΗΠΑ οφείλονταν στις δημόσιες επενδύσεις σε έργα υποδομής όπως ήταν τα οδικά δίκτυα και ο ηλεκτρισμός.[3]
• Οι δημόσιες δαπάνες είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για την παραγωγή πολλών υπηρεσιών. Μια πρόσφατη μελέτη για τις δαπάνες για την υγεία και την εκπαίδευση στις χώρες του ΟΟΣΑ διαπίστωσε ότι «οι δημόσιες δαπάνες επηρεάζουν αύξηση του ΑΕΠ περισσότερο από τις ιδιωτικές δαπάνες.» Αυτό συνάδει με το γεγονός ότι οι δημόσιες δαπάνες για την υγειονομική περίθαλψη είναι πολύ πιο αποτελεσματικές, από οικονομική άποψη, όσο και πιο αποτελεσματική, όσον αφορά τους στόχους για την υγεία, από ό,τι οι ιδιωτικές δαπάνες για την υγειονομική περίθαλψη. Πολύ απλά, τη δημόσια υγειονομική περίθαλψη είναι πιο αποτελεσματική για την οικονομία στο σύνολό της.[4]
• Ένα υγιές, καλά εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό είναι πολύ πιο παραγωγικό: «... η θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου υποδηλώνει ότι όταν προσανατολίζεται προς την υγεία και την εκπαίδευση, αυτά τα προγράμματα αναδιανομής [των δημοσίων δαπανών] συμβάλλουν επίσης στην ποιότητα του εργατικού δυναμικού, και ως εκ τούτου, στην αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας.»[5]
• Η ανακατανομή του εισοδήματος αυξάνει την καταναλωτική ζήτηση που με την σειρά της τροφοδοτεί την άνοδο της εσωτερικής αγοράς και την αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της οικονομίας. Αυτό συμβαίνει επειδή οι φτωχότεροι άνθρωποι δαπανούν πολύ υψηλότερο ποσοστό του εισοδήματός τους, και έτσι η αναδιανομή εισοδήματος από τους πολύ πλούσιους στους ασθενέστερους, τονώνει την οικονομική ανάπτυξη: «Έτσι οι πολιτικές αναδιανομής του εισοδήματος δια μέσου του κράτους μπορούν να επιταχύνουν το ρυθμό της οικονομικής δραστηριότητας, στο βαθμό που τοποθετείτε πρόσθετο εισόδημα στα χέρια των οικογενειών με σχετικά υψηλή οριακή τάση προς κατανάλωση.»[6]
• Οι δημόσιες υπηρεσίες αποτελούν έναν αποτελεσματικό συλλογικό μακροπρόθεσμο μηχανισμό ασφάλισης. Στις ανεπτυγμένες οικονομίες, ένα δημόσιο σύστημα στήριξης για την ασθένεια, την ανεργία και την τρίτη ηλικία, έχει αντικαταστήσει το ρόλο της στήριξης από την οικογένεια, όπως συνέβαινε σε πιο παραδοσιακές κοινωνίες. Παροχή των δημόσιων υπηρεσιών και της κοινωνικής ασφάλισης επιτρέπει στους ανθρώπους να ξοδεύουν περισσότερο από το ιδιωτικό τους εισόδημα, αντί να αποταμιεύουν προκειμένου με τις οικονομίες τους να προστατεύσουν τον εαυτό τους.
• Υπάρχει ένα γενικό όφελος για την κοινωνική και οικονομική σταθερότητα: «Οι πιθανές μορφές της οικονομικής εξέλιξης χωρίς ανεπτυγμένο κράτος πρόνοιας περιλαμβάνουν χάος, στασιμότητα και την εμφάνιση νέων και ίσως πρωτοφανών οικονομικών συστημάτων.»[7] Εδώ οι μελετητές αναφέρονται σε τριτοκοσμικές εκδοχές του καπιταλισμού.
Υπάρχει επίσης μια σαφής σχέση μεταξύ της δημοκρατίας και των δημόσιων δαπανών. Ενεργές δημοκρατίες είναι πιο πιθανό να παράγουν υψηλότερα επίπεδα δημοσίων δαπανών απ’ ότι αυταρχικά καθεστώτα. Η Ισπανία είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα: ενώ ήταν ακόμα κάτω από την δικτατορία του Φράνκο το 1974, τα έσοδα της κυβέρνησης ανήλθαν στο 22,9% του ΑΕΠ. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1984, η οικονομία δεν είχε αυξηθεί σε πραγματικούς όρους, αλλά τα δημόσια έσοδα είχαν ήδη αυξηθεί σε 32,7% του ΑΕΠ. Η συμμετοχή κάνει επίσης την διαφορά: οι δημοκρατίες με υψηλό εκλογικό ποσοστό προσέλευσης επιτυγχάνουν υψηλότερα επίπεδα δημοσίων δαπανών από δημοκρατίες, όπου προσέλευση είναι 50% ή και λιγότερο. Το υψηλότερο προσδόκιμο ζωής αυξάνει επίσης τις δημόσιες δαπάνες: οι ηλικιωμένοι χρειάζονται περισσότερο τις δημόσιες υπηρεσίες.
Περίπου οι μισές από όλες τις θέσεις εργασίας στον κόσμο, υποστηρίζονται από τις δημόσιες δαπάνες. Τα δύο τρίτα από αυτές στον ιδιωτικό τομέα υπάρχουν λόγω πολλαπλασιαστικών αποτελεσμάτων των δημοσίων δαπανών. Με την ανακατανομή αποκαθίσταται η ανισότητα των εισοδημάτων που δημιουργείται από την αγορά και αυξάνει την αγοραστική δύναμη της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού. Δημόσια υγειονομική περίθαλψη, στέγαση και άλλες υπηρεσίες που αφορούν στην προστασία των ανθρώπων από τις ασθένειες επιτρέπουν την ανάπτυξη πόλεων χωρίς παραγκουπόλεις. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι δημόσιες δαπάνες είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα συνεχίσουν να αυξάνονται ραγδαία, καθώς ο ρόλος του κράτους συνεχίζει να αυξάνεται στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι οι δημόσιες δαπάνες, το πώς αξιοποιούνται, που καταναλώνονται και ποιο είναι το αποτέλεσμά τους, εξαρτώνται αποκλειστικά από τις πολιτικές αποφάσεις. Αν σε κυβερνάνε συμμορίες σαν την σημερινή που ξέρει μόνο να λεηλατεί το δημόσιο και να ξεπουλά τη δημόσια περιουσία είναι λογικό να έχεις ένα κράτος που απορρέει από κάθε πόρο του πύον και δυσοσμία. Χωρίς όμως ένα εξαιρετικά ανεπτυγμένο σύστημα δημοσίων δαπανών, χωρίς τους υπουργούς και τους κομματάρχες της ασυδοσίας και της ρεμούλας, δεν μπορεί να υπάρξει αναπτυσσόμενη σύγχρονη οικονομία, δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική δημοκρατία.
Τα λέμε όλα αυτά γιατί στο όνομα της αδυναμίας να πιαστούν οι «εθνικοί στόχοι» των ασύστολων και αυθαίρετων περικοπών στο όνομα ενός ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, η κυβέρνηση Σαμαρά και τα μεγάλα αφεντικά της ευρωζώνης μαγειρεύουν τα χειρότερα. Κανένα κράτος δεν χάθηκε, ούτε χρεοκόπησε γιατί είχε ελλείμματα. Οι πολιτικές λιτότητας, αυθαίρετων περικοπών και χρέους είναι που βουλιάζουν τα κράτη και τις οικονομίες. Μην μασάτε λοιπόν με διατεταγμένες κινήσεις πανικού, ούτε με κινδυνολογίες. Όλα είναι εκ του πονηρού και αφορούν στην προετοιμασία του εδάφους για τα πολύ χειρότερα.
Δημοσιεύτηκε στο Χωνί, 12/8/2012
[1] Serena Lamartina and Andrea Zaghini, Increasing Public Expenditures: Wagner’s Law in OECD Countries. Center for Financial Studies No. 2008/13.
[2] Bernardin Akitoby, Benedict Clements, Sanjeev Gupta, Gabriela Inchauste, ‘Public spending, voracity, and Wagner’s law in developing countries’, European Journal of Political Economy 22 (2006) 908– 924.
[3] David Aschauer, ‘Is Public Expenditure Productive?’, Journal of Monetary Economics 23 (1989) 177–200; Alexander J. Field, ‘The origins of US total factor productivity growth in the golden age’, Cliometrica (2007) 1:63–90.
[4] Beraldo S., Montolio D. and Turati G., ‘Healthy, educated and wealthy: A primer on the impact of public and private welfare expenditures on economic growth’, The Journal of Socio-Economics 38 (2009) 946–956.
[5] Herbert Gintis and Samuel Bowles Source: The American Economic Review, Vol. 72, No. 2, Papers and Proceedings of the Ninety- Fourth Annual Meeting of the American Economic Association (May, 1982), pp. 341–345 Published by: American Economic Association
[6] David R. Cameron, ‘On the Limits of the Public Economy’, Annals of the American Academy of Political and Social Science, Vol. 459, Government and Economic Performance (Jan., 1982), pp. 46–62.
[7] Herbert Gintis and Samuel Bowles Source: The American Economic Review, Vol. 72, No. 2, Papers and Proceedings of the Ninety- Fourth Annual Meeting of the American Economic Association (May, 1982), pp. 341–345 Published by: American Economic Association.
Είναι αναγκαία όσο ποτέ η δραστική αύξηση των δημοσίων δαπανών…
Reviewed by Διαχειριστής
on
Τρίτη, Αυγούστου 14, 2012
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια: