Ο Τομέας Δικαιοσύνης εξέδωσε την εξής ανακοίνωση για την παραίτηση του Προέδρου του ΣτΕ


Έλεγχος Συνταγματικότητας και ΣτΕ
Το Σύνταγμα, Θεμελιώδης και Υπέρτατος από έποψη ισχύος Νόμος του κράτους, περιέχει διατάξεις με επιτακτικό χαρακτήρα και δεσμευτική δύναμη για όλα τα υποκείμενα στα οποία απευθύνεται και ειδικά για τα άμεσα όργανα του κράτους. 
Τόσο από τους Πολίτες όσο και από την εξουσία, το Σύνταγμα Θεσμικά αντιμετωπίζεται ως Θεμελιώδης και Υπέρτατος νόμος της Πολιτείας που δεσμεύει και υποχρεώνει όλα τα κρατικά όργανα, όλες τις “συντεταγμένες εξουσίες”. “Το καθήκον των δικαστηρίων να μην εφαρμόζουν νόμο αντισυνταγματικό εξάγεται εξ’ αυτής (και μόνο) της φύσεως του Συντάγματος ως θεμελιώδους νόμου…”

Ιστορικά, οι Έλληνες αντιμετώπιζαν το Σύνταγμα ως κείμενο δεσμευτικό, επειδή το θεωρούσαν άρρηκτα συνδεδεμένο με το Πολίτευμα. Αν το Σύνταγμα δεν είναι δεσμευτικό, δεν εγγυάται και το πολίτευμα στο οποίο αναφέρεται. Η θεώρηση του συντάγματος ως κανόνα δεσμευτικού και επιτακτικού, που αξιώνει τήρηση και εφαρμογή απ’ όλες τις συντεταγμένες αρχές και εξουσίες, διεκδικεί παράλληλα και το προβάδισμα κάθε φορά που κατά την εφαρμογή του συμβαίνει να συγκρούεται με πράξεις της νομοθετικής εξουσίας. Την αυτονόητη αυτή αλήθεια, που περιλαμβάνει την τήρηση όλων των συνταγματικών ρυθμίσεων, χωρίς διάκριση μεταξύ ουσιαστικών ή διαδικαστικών διατάξεων ή ρυθμίσεων του Συντάγματος, διατράνωσε ήδη από το 1874 ο Ν.Ι.Σαρίπολος, ο οποίος και θεωρεί το Σύνταγμα, έννοια ταυτόσημη με το πολίτευμα.
Η συνταγματική συνείδηση των ελλήνων, ήδη από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του Ελληνικού Κράτους, είχε ως περιεχόμενο, έναν υπέρτατο νόμο-φραγμό στην απόλυτη, απεριόριστη και δίχως κανόνες εξουσία όλων των αρχόντων του κράτους. Ήδη από την επανάσταση της 3ης Σεπτέμβρη του 1843, το αίτημα να δοθεί Σύνταγμα, είχε αμυντικό χαρακτήρα απέναντι στην “ελέω θεού βασιλεία του Όθωνα”. Ο σκοπός όμως για να επιτευχθεί, έπρεπε το Σύνταγμα να δεσμεύει τις εξουσίες και όχι απλώς να τις συμβουλεύει. Και το σύνταγμα δεσμεύει γιατί είναι κείμενο νομικό και μάλιστα το υπέρτατο. Η πρώιμη αναγνώριση του συντάγματος ως κειμένου δεσμευτικού, οφείλεται και στην αντιμετώπισή του ως συμβόλου Εθνικής ανεξαρτησίας καθώς και ως μέσο εγγύησης της πολιτικής και ατομικής ελευθερίας των ελλήνων.
Η Ελλάδα υπήρξε ελεύθερο Κράτος, από τη στιγμή που συνέταξε και εφάρμοσε στην ελεύθερη επικράτειά της, Σύνταγμα.
Τομή λοιπόν υπήρξε, με την ίδρυση του Συμβουλίου της Επικρατείας το 1927, στο οποίο δόθηκε η δυνατότητα να ελέγχει και να ακυρώνει πράξεις της Διοίκησης λόγω παράβασης του νόμου, η οποία οδήγησε και στο συνταγματικό έλεγχο. Υπό την ισχύ του συντάγματος του 1975, ο συνταγματικός έλεγχος του νόμου, ανήκει σε όλα τα Δικαστήρια, είναι παρεμπίπτων και δίδει το δικαίωμα στο δικαστή να μην εφαρμόσει στην υπό κρίση περίπτωση που εξετάζει, νόμο που αξιολογεί ως αντισυνταγματικό, είτε κατά το περιεχόμενο του, είτε διότι παράχθηκε με παράβαση ή παραμερισμό συνταγματικών προϋποθέσεων παραγωγής του.
Η συνταγματικότητα περιλαμβάνεται ως έννοια στην τήρηση της νομιμότητας. Η αναγωγή της συνταγματικότητας σε μια ειδική μορφή “νομιμότητας”, σπουδαιότερης όλων, είχε ως θεσμικές συνέπειες: α) την ενίσχυση της έννοιας του κράτους δικαίου και β) την διατράνωση της τυπικής υπεροχής του Συντάγματος. Με τον τρόπο αυτό, όλες οι κρατικές εξουσίες υποτάσσονται στο Σύνταγμα, που σημαίνει ότι οφείλουν να ενεργούν εντός ορίων, που καθορίζει το ίδιο, οι δε αποφάσεις τους είναι ισχυρές μόνο εφόσον δεν αντιτίθενται σε διατάξεις του Συντάγματος. Τούτο σημαίνει ότι η άσκηση της νομοθετικής εξουσίας πρέπει: α) να ενεργείται από τα κρατικά όργανα στα οποία το Σύνταγμα έχει απονείμει τέτοια αρμοδιότητα και κατά τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία που αυτό προβλέπει ανά περίπτωση (τυπική συνταγματικότητα των νόμων) και β) να έχει περιεχόμενο που να μην αντίκειται στο περιεχόμενο των συνταγματικών διατάξεων (ουσιαστική συνταγματικότητα).
Ο δικαστικός έλεγχος της νομοθετικής εξουσίας, δεν δηλώνει υποταγή του νομοθέτη ή της λαϊκής θέλησης στη θέληση του δικαστή, ούτε καθιστά τη δικαστική εξουσία ανώτερη της νομοθετικής· σημαίνει, απλώς, το αυτονόητο· ότι όλες οι συντεταγμένες εξουσίες (οι εξουσίες που προβλέπονται από το σύνταγμα και είναι μετουσιώσεις της Λαϊκής Κυριαρχίας) οφείλουν να τηρούν εξ’ ίσου το Σύνταγμα, και ότι η προϋπόθεση ισχύος παντός νόμου, είναι η μη αντίθεσή του στο θεμελιώδη νόμο. Η ελεγκτική αρμοδιότητα του δικαστή είναι μέσα στη φύση της λειτουργίας που ασκεί.
 Η σύνταξη ως Κοινωνικό δικαίωμα  – το θεμιτό ή μη της μείωσής της
Η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, αποτελείται από δυο ειδικότερες αρχές· την αρχή του κράτους δικαίου και την αρχή του κοινωνικού κράτους.
(1) Η αρχή του κράτους δικαίου, συνίσταται : α) στον αυτοπεριορισμό της εκτελεστικής εξουσίας σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους που ορίζουν υπό ποιες προϋποθέσεις ενεργεί αυτή, β) στο ότι αυτοί οι περιορισμοί της εξουσίας αναφέρονται σ’ όλα τα όργανα της πολιτείας και σε κάθε μορφή δράσης που εισέρχεται στην προσωπική σφαίρα της ζωής του ατόμου και γ) στη διεκδίκηση από το άτομο των αξιώσεων που προκύπτουν από την αρχή του κράτους δικαίου δια μέσου ανεξάρτητων δικαστικών αρχών.
(2) Η αρχή του κοινωνικού κράτους, αποτέλεσμα των κρίσεων και ανεπαρκειών του φιλελεύθερου κράτους, συνίσταται στην κατοχύρωση κάποιων ζωτικά αναγκαίων κοινωνικών παροχών ή στη ρύθμιση κάποιων σχέσεων, που αποβλέπουν στην εξασφάλιση, κατά ένα μέτρο επιλογής, εκείνων των βιοτικών, οικονομικών και κοινωνικών προϋποθέσεων, που θα επιτρέπουν στους πολίτες να διαβιώνουν σε καθεστώς επάρκειας (κατά το μέτρο επιλογής), ώστε ουσιαστικά και αντικειμενικά να μπορούν να ασκούν την ατομική και πολιτική τους ελευθερία.
Η ανάγκη της νομικής ρύθμισης των κοινωνικών παροχών, ιδίως ως προς τους πιο αδυνάτους, αλλά και της θεσμοθέτησης ενός ρυθμιστικού πλαισίου σε σχέση με ζητήματα που άπτονται των σύγχρονων κοινωνικοοικονομικών δραστηριοτήτων, αναγκών και αλληλεπιδράσεων του ανθρώπου, με στόχο την εγγύηση ενός ανεκτού και ασφαλούς επίπεδου διαβίωσης, πηγάζει ακριβώς από τη διαπίστωση, ότι η ανέλεγκτη οικονομική και κοινωνική δράση κάποιων ή η μη ρύθμιση ορισμένων λειτουργιών, εκτός του ότι μπορεί να δημιουργήσει κλυδωνισμούς στην ειρηνική-ομαλή λειτουργία της κοινωνίας, εκτός του ότι συντελεί σε καταστάσεις αδικίας και φτώχειας μη ανεκτές από αυτήν, είναι και λειτουργεί ως μέσο άσκησης εξουσίας, άρα η ρύθμισή τους ή ο περιορισμός της δράσης τους ή ακόμα και η αντιμετώπιση των αποτελεσμάτων τους (κατά το μέτρο που η Πολιτεία αφήνει αρρύθμιστα ως επιλογή της), εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της Πολιτείας.
Έτσι, κοινωνικά δικαιώματα συναντούμε σε πολλές “μεικτές” και μη διατάξεις του Συντάγματος, όπως σ’ αυτές που αφορούν την ιδιοκτησία και τους περιορισμούς της, την προστασία της μητρότητας, της εργασίας, του συνδικαλισμού, των περιορισμών της οικονομικής δραστηριότητας, της κοινωνικής ασφάλισης κλπ. Χρειάζεται, λοιπόν, είτε η συνδρομή, είτε η παρέμβαση, είτε η παροχή της κρατικής εξουσίας, προκειμένου να προστατευθεί μια ομάδα δικαιωμάτων, αλλά και να υλοποιηθεί κατά περιεχόμενο. Το κράτος δηλαδή προβαίνει σε θετική ενέργεια. Η προστασία του συνίσταται σε θετική διασφάλιση, σε υλική παροχή ή σε θεσμική πρόβλεψη.
Η μορφή αυτής της προστασίας του κράτους προς τα αντίστοιχα δικαιώματα, δημιουργήθηκε και υπαγορεύθηκε από την ίδια την φύση των συγκεκριμένων αξιώσεων και εν συνεχεία δικαιωμάτων. Η γέννησή τους, έχει τις ρίζες της στην ανάπτυξη της βιομηχανίας και των συγχρόνων μορφών παραγωγής αλλά και στη λειτουργία τους υπό το καθεστώς της λεγόμενης “ελεύθερης ή φιλελεύθερης οικονομίας”. Η ίδια η ανάπτυξή της, καταρχάς, και οι επαναλαμβανόμενες οικονομικές κρίσεις, στοιχείο σύμφυτο με την ανεξέλεγκτη λειτουργία του Κεφαλαίου και από τη μεταπήδησή του από χώρα σε χώρα ευκαιριακά, πλήττουν κυρίως, τις κοινωνικές ομάδες που τελούν με εξαρτημένη σχέση εργασίας· δηλαδή τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Δεν πλήττονται βεβαίως μόνο αυτές οι ομάδες. Πλήττονται και οι έμποροι, οι βιοτέχνες, οι ελεύθεροι επαγγελματίες αλλά ακόμη και κάποιοι από τους κραταιούς οικονομικά, αφού χαρακτηριστικό της κάθε οικονομικής κρίσης, εκτός των άλλων, είναι ότι ο “πλούτος αλλάζει χέρια”.
Η δημιουργία των κοινωνικών δικαιωμάτων, σηματοδοτεί την εξέλιξη της παραδοχής, ότι η ελευθερία του ατόμου εντός της πολιτείας δεν μπορεί πλέον να διασφαλισθεί μόνο από την κατοχύρωση των πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων του, αλλά περνά αναγκαστικά και από την οικονομική ελευθερία, με την έννοια της κατοχύρωσης δικαιωμάτων τέτοιας έκτασης και ποιότητας, που δημιουργούν ένα ελάχιστο, κοινά αποδεκτό πλαίσιο, το οποίο πρέπει να υφίσταται και να διασφαλίζεται η λειτουργία του, ώστε το μεγαλύτερο δυνατόν ποσοστό των πολιτών να μπορεί ν’ απολαμβάνει υλικά αγαθά, παροχές και υπηρεσίες, που θα του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια.
Η ελεύθερη άσκηση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων από το φορέα τους, δηλαδή τον πολίτη, προϋποθέτει και την πραγματική δυνατότητα τέτοιας άσκησης της βούλησής του, η οποία αποδυναμώνεται ή και εξαφανίζεται όταν ο πολίτης είναι πολύ ασθενής ή και εξαθλιωμένος οικονομικά, αφού είτε ο συνεχής αγώνας για την επιβίωση δεν του επιτρέπει την ουσιαστική άσκηση των δικαιωμάτων του (ατομικών-πολιτικών), είτε είναι επιρρεπής σε ευκαιριακές παροχές που αποβλέπουν στη συναλλαγή-εξαγορά της βούλησής του. Η οικονομική διάσταση της ελευθερίας, που αποβλέπει σε μια μορφή οικονομικής ισότητας ως προς τα ελάχιστα αρχικά (νομοθεσία για το ύψος των ελάχιστων αμοιβών εργασίας), και στην εξέλιξή της, ως προς τα αναγκαία (επιπλέον επιδόματα γάμου, παιδιών, εγγυημένη αξιοπρεπή σύνταξη), αποτελεί ιστορική διαπίστωση, ήδη από τον Αριστοτέλη.
Από τη στιγμή, λοιπόν, που προστατεύεται νομικά ένα κοινωνικό δικαίωμα, ο νομοθέτης δηλαδή δημιουργεί σε εκτέλεση συνταγματικής πρόβλεψης με κοινό νόμο κανόνα δικαίου παροχών ή θεσμικής λειτουργίας του, δημιουργείται ένα status libertatis, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τα άλλα δύο είδη δικαιωμάτων (ατομικά-πολιτικά)· μια νομική κατάσταση-πραγματικότητα, πάνω στην οποία τα άτομα, οι φορείς αυτών των δικαιωμάτων, στηρίζουν και κυρίως αναπτύσσουν τον ατομικό και κοινωνικό τους ρόλο. Η αφαίρεση ή ο περιορισμός αυτών των δικαιωμάτων, σημαίνει ανατροπή δεδομένων για τη ζωή τους, στα οποία εύλογα στηρίχτηκαν υπό την εγγύηση των οργάνων της πολιτείας, τα οποία άλλωστε εξουσιοδότησαν προς τούτο. Ανατροπή, η οποία επιτρέπεται  εφόσον δεν φτάνει μέχρι την προσβολή του πυρήνα του αγαθού που προστατεύεται συνταγματικά, αλλά που εν τούτοις θα πρέπει να έχει και ένα τέτοιο νομιμοποιητικό δικαιολογητικό λόγο που να στηρίζει την προστασία κάποιου άλλου κοινωνικού δικαιώματος, υπέρτερης κοινωνικής αξίας, ή μέσω αυτού να εξισορροπεί τη μείωση.
Μ’ άλλα λόγια, αν για “κάποιο λόγο” μειώνονται οι συντάξεις, να αυξάνεται το αφορολόγητο του συνταξιούχου ή να του δίδονται παροχές σε είδος. Βέβαια, ειδικά για τις συντάξεις εκείνες που το κράτος ουδεμία οικονομική αρωγή παρείχε στο αντίστοιχο ασφαλιστικό ταμείο, δεν νοείται η οποιαδήποτε μείωσή τους με νόμο, γιατί εκτός των άλλων, θίγεται και η συνταγματικά εξοπλισμένη συμβατική ελευθερία: ο εργαζόμενος, συμφώνησε με το Ταμείο του (και μάλιστα υποχρεωτικά), να πληρώνει για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ύψος εισφορών (τις οποίες και πλήρωσε) προκειμένου να λάβει συγκεκριμένου ύψους χρηματική σύνταξη και λοιπές απολαβές.
Το κράτος, όταν για οποιοδήποτε λόγο επεμβαίνει και αλλάζει μια τέτοια συμφωνία, και μάλιστα αφού ο εργαζόμενος υλοποίησε τις υποχρεώσεις του (πλήρωσε δηλαδή τις προβλεπόμενες εισφορές στο Ταμείο του για 25-30 χρόνια και περιμένει να λάβει τα συμφωνηθέντα), παραβιάζει σωρευτικά την “αρχή της χρηστής διοίκησης” και της καλής πίστης, αλλά και τη  Συνταγματική αρχή της εμπιστοσύνης του Πολίτη προς το Κράτος, το οποίο πρέπει να μεριμνά για τη διασφάλιση και πραγματική λειτουργία του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου (άρθρο 25) πράγμα που σημαίνει ότι ουδέποτε δικαιούνται τα συνταγματικά όργανα να μειώσουν αυτό που “κατ’ έκταση και ποιότητα” εγκαθιδρύθηκε το πρώτον υπό την ισχύ του ισχύοντος Συντάγματος του 1975.
Από την άλλη, εφόσον η (κάθε) μείωση των συντάξεων συνιστά “μνημονιακή υποχρέωση”, προβάλλεται δηλαδή από την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία αποκλειστικά ως υποχρέωση που πρέπει να υλοποιήσει η Χώρα λόγω ανάλογης δέσμευσης-ρύθμισης που ανέλαβε μέσω της σύναψης των Μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων, δηλαδή Διεθνών Συμφωνιών, η δικαστική εξουσία μπορεί να ελέγξει τη συνταγματική νομιμότητα της διαδικασίας εγκαθίδρυσης των μνημονίων στο εσωτερικό δίκαιο και κατ’ επέκταση τη δεσμευτική και υπέρτερη ισχύ τους σε σχέση μ’ αυτό.
 Η Δήλωση Παραίτησης του Προέδρου του ΣτΕ κυρίου Νίκου Σακελλαρίου
Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, στις 16.05.2018, αποφάσισε να παραιτηθεί του αξιώματός του, με αφορμή, όπως δήλωσε «την πρόσφατη παραβίαση του απορρήτου της διασκέψεως του Δικαστηρίου σχετικά με το νέο ασφαλιστικό σύστημα και την εύλογη αναταραχή που προκάλεσε σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία».
Καταρχάς, η πρώιμη διαρροή αποτελέσματος διασκέψεως Δικαστηρίου, και μάλιστα Ανώτατου Ακυρωτικού (με μια ψήφο διαφορά) πριν την επίσημη ανακοίνωσή του, δεν είναι τόσο αθώα, όπως παρουσιάστηκε: η διαρροή, εφόσον επιχειρείται πριν την τελική ψηφοφορία των δικαστών, προσπαθεί να εγκλωβίσει το τελικό αποτέλεσμα σ’ αυτό ακριβώς που διέρρευσε.
Σ’ αυτό όμως που θα σταθούμε, και ενώ κάθε λέξη της Δήλωσης Παραίτησης του Προέδρου έχει αναμφίβολα βαρύνουσα σημασία, είναι στην εξής φράση του: «Ήδη, από την εποχή του πρώτου μνημονίου, ορισμένοι συνάδελφοί μου μεταξύ των οποίων και εγώ, είχαμε, με τις μειοψηφίες μας επισημάνει, τη μη συμβατότητα των ρυθμίσεων του μνημονίου με το Σύνταγμα και είχαμε, εγκαίρως, προειδοποιήσει, χωρίς δυστυχώς να εισακουστούμε, για την επερχόμενη πλήρη επικυριαρχία του οικονομικού επί του θεσμικού, που επηρέασε, καίρια, το σύνολο σχεδόν της κρατικής δράσεως και σηματοδότησε την συνακόλουθη υποχώρηση του Κράτους Δικαίου και του Κοινωνικού Κράτους.Τα χρόνια που ακολούθησαν, οι αντοχές όλων μας δοκιμάσθηκαν ακόμη περισσότερο από τα νεώτερα μνημόνια που επέβαλαν τη λήψη και νέων επώδυνων οικονομικών μέτρων, που συνοδεύθηκαν από τις συνεχείς μειώσεις μισθών και συντάξεων …»
Ο Πρόεδρος λοιπόν του ΣτΕ, διαπιστώνει τη μη συμβατότητα των ρυθμίσεων του πρώτου μνημονίου (και των επομένων δύο που ακολούθησαν) με το Σύνταγμα. Και εφόσον είναι κοινός τόπος, ότι οι ρυθμίσεις των μνημονίων -αν και αντισυνταγματικές και μάλιστα δια στόματος Προέδρου του ΣτΕ- τελικά εφαρμόστηκαν, τότε η εφαρμογή τους, εδώ και οκτώ έτη, παραβιάζει την ισχύ του Ελληνικού Συντάγματος με αποτέλεσμα είτε την αλλοιωμένη λειτουργία του είτε την αδρανοποίηση Θεμελιωδών διατάξεών του.
Μ’ άλλα λόγια, ο Πρόεδρος του ΣτΕ, όσο πιο “κομψά” μπορεί, επισήμανε ότι το Σύνταγμά μας (και έτσι και το Δημοκρατικό Πολίτευμα που μ’ αυτό εγκαθιδρύεται) για οκτώ (8) συνεχή έτη παραβιάζεται και μάλιστα από τους ίδιους τους εγγυητές του: τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία. Η δε ρήση του περί «επικυριαρχίας του οικονομικού επί του Θεσμικού»,επιτείνει τη βαρύτητα της πρώτης φράσης του και σηματοδοτεί τόσο το περιεχόμενο της παραβίασης και τα υποκείμενα που την ενήργησαν, όσο και τη στόχευσή της: οι οικονομικοί παράγοντες, δηλαδή οι ξένοι δανειστές με τους εγχώριους βοηθούς τους, ενεργούν ως επικυρίαρχοι του Θεσμικού Πλαισίου της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ενεργούν δηλαδή πάνω και έξω από το ελληνικό Σύνταγμα.
Βεβαίως, πριν τη διερεύνηση για το αν οι ρυθμίσεις των μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων είναι συμβατές με το ελληνικό Σύνταγμα, προηγείται η διερεύνηση για το αν αυτές οι ρυθμίσεις εγκαθιδρύθηκαν και ίσχυσαν όπως προβλέπει το Σύνταγμα. Το ερώτημα, ούτε αμέσως ούτε εμμέσως τέθηκε στο ΣτΕ. Είναι όμως αναμφίβολο, και το διατρανώνουμε για άλλη μια φορά, ότι Μνημόνια και δανειακές συμβάσεις, ουδέποτε κυρώθηκαν από τη Βουλή. Ίσχυσαν de facto. Αυτό που υιοθέτησε η Βουλή, σε όλες τις περιπτώσεις, ήταν ανυπόγραφα σχέδια μνημονίων και σχέδια δανειακών συμβάσεων και εξουσιοδότησε αντισυνταγματικά τον υπουργό οικονομικών να υπογράψει τα πραγματικά μνημόνια και τις πραγματικές δανειακές συμβάσεις, τις εκάστοτε τροποποιήσεις τους και ό,τι άλλο έγγραφο χρειαστεί, τα οποία όλα, ισχύουν μόνο από και με την υπογραφή του υπουργού και χωρίς να τα φέρει στη Βουλή για κύρωση ή απόρριψη.
Η εν λόγω εξουσιοδότηση, αφενός είναι αντισυνταγματική, αφετέρου στοιχειοθετεί έγκλημα κατά του πολιτεύματος σύμφωνα με τα άρθρα 134 παρ.2α και 134 Α’ στοιχ. ε΄ και στ’ ΠΚ. Κατά την ελληνική συνταγματική τάξη Μνημόνια και δανειακές συμβάσεις είναι έωλα, δεν έχουν προσλάβει την ισχύ του άρθρου 28 παρ.1 του συντάγματος, κατά δε το Διεθνές δίκαιο των Συνθηκών, άκυρα, αφού συνάφθηκαν και ίσχυσαν με παραβίαση θεμελιώδους συνταγματικής διατάξεως της Χώρας, ενώ ούτε από το δίκαιο της ΕΕ καλύπτονται. Το Ε.ΠΑ.Μ, ως γνωστό, και για τα ως άνω ζητήματα, έχει υποβάλλει την από 05.02.2018 Μήνυση-έγκληση – συνηγορία για την αποκατάσταση του δημοκρατικού μας Πολιτεύματος ενώπιον της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου.
Κατά συνέπεια, η δήλωση του Προέδρου του ΣτΕ, κυρίου Νίκου Σακελλαρίου, ανώτατου δικαστικού λειτουργού της Χώρας, τιμά το Δικαστικό Σώμα και τους Έλληνες δικαστές οι οποίοι οφείλουν να εφαρμόζουν το Σύνταγμα και μόνο τους νόμους που συμφωνούν μ’ αυτό, να αντιτίθενται δε, ενεργητικά, σε νόμους που έχουν τεθεί με κατάλυση ή προς κατάλυση του συντάγματος.
Τέλος, σε σχέση με την τελευταία ρήση του κυρίου Προέδρου του ΣτΕ ότι «Υπάρχουν ακόμη δικασταί εις τας Αθήνας»,ελπίζουμε και ευχόμαστε, όπως όλος ο Ελληνικός Λαός, σύντομα να βγει αληθινή.
Αθήνα, 19 Μαΐου 2018
Ο Τομέας Δικαιοσύνης του Ε.ΠΑ.Μ. 
Ο Τομέας Δικαιοσύνης εξέδωσε την εξής ανακοίνωση για την παραίτηση του Προέδρου του ΣτΕ Ο Τομέας Δικαιοσύνης εξέδωσε την εξής ανακοίνωση για την παραίτηση του Προέδρου του ΣτΕ Reviewed by Unknown on Κυριακή, Μαΐου 20, 2018 Rating: 5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.