Ούτε ένας! Μια Γυναίκα, ένας Άνδρας δεν μπόρεσε να βρει το
σθένος να αντιδράσει.
Μία συνείδηση δεν κατόρθωσε να επιβιώσει, ν’ απομονώσει μέσα
της τη λερή βουλευτική ιδιότητα από κείνη του Ανθρώπου, να δράσει όπως απαιτούν
οι γενικοί και ειδικοί κανόνες της αξιοπρέπειας.
Όχι της αριστερής. Αυτό είναι πλέον «έπος κενόν», μα της
Ανθρώπινης.
Ούτε ένας, φοβισμένος έστω, δεν υπάκουσε στο αρχέγονο
ένστικτο της αυτοσυντήρησης; Ή έστω της συντήρησης των οικείων του, της
φαμίλιας, των γονιών, των παιδιών του;
Σκέφτηκε πως η συνείδηση βολεύεται με τα φράγκα, όπως αυτά
καταβάλλονται μηνιαίως με τη μορφή βουλευτικής αποζημίωσης. Σκέφτηκε, ίσως, και
κάποιες δουλίτσες. Αναλογίστηκε πως η ιστορία δεν είναι παρά η εκάστοτε
χρηματοδοτούμενη και καρναβαλιζόμενη μακρινή συγγένισσα της Αλήθειας.
Ούτε ένα «κάθαρμα» δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να παραιτηθεί
και να γυρίσει στη δουλειά του.
Ποια δουλειά του;
Ούτε ένας δεν όρθωσε το σβέρκο του να δει τον κόσμο με τα
δικά του μάτια.
Εκατόν πενήντα τρεις
υπναλέοι ψήφισαν «ΝΑΙ». ΝΑΙ στην εισαγωγή και λειτουργία του...
θανατηφόρου μηχανήματος, της λαιμητόμου, που θα καρατομήσει τη ζωή μας.
θανατηφόρου μηχανήματος, της λαιμητόμου, που θα καρατομήσει τη ζωή μας.
Κάποτε, στα χρόνια μετά την Τουρκοκρατία, έφτασε με γαλλική
φρεγάτα η πρώτη λαιμητόμος στην Ελλάδα.
Στο Μεσολόγγι την «ξεμπούκαραν» ξημερώματα. Βγήκαν οι
αξιωματικοί και οι στρατιώτες που τη συνόδευαν και ζήτησαν καφέ. Ο δόλιος
καφετζής τι να’ κανε; Τους έφτιαξε με το στανιό το μαυροζούμι κι ύστερα, μόλις
τον ήπιαν, έσπασε μπρος τους τα φλιτζάνια του κι έφτυσε χάμω, αηδιασμένος που
και αυτά ακόμα ήρθαν σ’ επαφή με τα πρόσωπα που κουβαλούσαν στον τόπο του το
βρωμερό μηχάνημα.
Στο Ανάπλι, αφού την κατέβασαν, έψαξαν για Έλληνα δήμιο. Δεν
βρήκαν κανέναν. Χρήμα έταξαν, υποσχέσεις έδωσαν. Τίποτα! Έφτασαν να υποσχεθούν
ακόμα και χάρη στους μελλοθάνατους του Παλαμιδιού. Είπαν, πως όποιος γίνει
δήμιος στην καρμανιόλα, θα του χαριστεί η ζωή και δεν θα τον αρπάξει ο
μπαμπούλας από το Μπούρτζι (1).
Ούτε ένας δεν βρέθηκε να λερωθεί με τέτοια ντροπή! Να συνεργαστεί
στην καρατόμηση των δικών του. Προτίμησαν τον βέβαιο θάνατο!
Ένας μόνο, ένας άθλιος γυφτοκρητικός, φερμένος εκεί,
αναπάντεχα προσφέρθηκε.
Πήρε τα πρώτα λεφτά, τα πήγε στη μάνα του.
«Από πού είναι, γιε μου;».
«Έγινα δήμιος στην καρμανιόλα».
Και τότε εκείνη η δόλια, η πεινασμένη, η αγράμματη μάνα,
πήρε με τα ξερά, ροζιασμένα χέρια της, τα ματωμένα λεφτά και του τα πέταξε
κατάμουτρα. (2)
Αυτά τότε, που οι άνθρωποι έβγαιναν από τη μαύρη σκλαβιά
ματωμένοι και αγράμματοι.
Όχι τώρα, που το κράτος έχει φωτιστεί από την «παιδεία» που
οι «διαφωτίζοντες» και «διαφωτιζόμενοι» κουβαλούσαν εργολαβικώς από την εσπερία
(πλην εξαιρέσεων).
Όχι σήμερα, που αν υπήρχαν σπουδές δημίων και θέσεις για
αντίστοιχους φοιτητές στα ελληνικά πανεπιστήμια ή προκηρύσσονταν θέσεις δημίων
από τον ΑΣΕΠ, θα γινόταν της κακομοίρας από τις υποψηφιότητες.
Όχι στις μέρες μας που για τον ερχομό και τη λειτουργία της
νέας καρμανιόλας, βρέθηκαν όχι ένας άξεστος και στο βάθος δυστυχισμένος, αλλά
153 ασυνείδητοι δήμιοι.
*Ο Νίκος Καραβέλος είναι δικηγόρος, συγγραφέας και ποιητής
(1) Μπούρτζι, μικρό θαλάσσιο φρούριο του Ναυπλίου, στο οποίο
κατοικούσε ο δήμιος.
(2) Κυριάκος Κάσσης «Αντιεξουσιαστές και ληστές στα βουνά
της Ελλάδας, 1821-1871»
Η καρμανιόλα
Reviewed by Διαχειριστής
on
Δευτέρα, Μαΐου 09, 2016
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια: