Απουσία

από το «Κεράσια και Κρίνοι»

Ο πατέρας μου δεν ήταν μόνο ένας γονιός. Ήταν ένας ολόκληρος κόσμος, ένας κόσμος που αγάπησα.

Από εκείνον έμαθα τον Θεοδωράκη και τους μελοποιημένους ποιητές. Από εκείνον διδάχτηκα διαλεκτική, μόνο επειδή μιλούσε και σκεφτόταν έτσι. Από εκείνον γνώρισα και αγάπησα την αριστερά, αλλά την ιδανική αριστερά, αυτή που θα θέλαμε να υπάρχει.

Από εκείνον άκουσα για τα βάσανα των γενεών τους, των παππούδων και των γονιών μας. Για τα πτώματα σκόρπια στα χωράφια στην κατοχή, για τα ξυπόλυτα παιδιά, για τους ποδαρόδρομους, επειδή δεν υπήρχαν χρήματα για το λεωφορείο. Για τον τύφο. Για τους σκληρούς αγώνες για τη μόρφωση, για τα βιβλία που τα αντέγραφαν στο χέρι επειδή δεν είχαν να τα αγοράσουν.

Μαζί του πρωτοπήγα σε πορείες, σκαρφαλωμένη στους ώμους του και μαζί του στα φεστιβάλ....
της ΚΝΕ που για μας τα πιτσιρίκια ήταν απλώς μια γιορτή με κουκλοθέατρο, παραστάσεις, γλειφιτζούρια.

Και επάνω του αμφισβήτησα στην εφηβεία πολλά από όσα μου είχε δείξει.

Θυμάμαι όταν επέστρεψαν με τη μητέρα μου από το σύντομο ταξίδι στη Σοβιετική Ένωση, με το σιδηρόδρομο, με τον Ελληνοσοβιετικό. Πώς ήτανε εκεί μπαμπά; Πολύ καλά! Παιδάκια χαρούμενα στους παιδικούς σταθμούς και τα σχολεία που τραγουδούσαν τα τραγούδια της κομπσομόλ. Είχα δει και φωτογραφίες: ξανθά ρωσάκια με φουσκωμένα μαγουλάκια. Η Μόσχα, εντυπωσιακή, μεγάλα πράσινα πάρκα, ποτάμια, πήγανε και στο μαυσωλείο. Αλλά το παράπονο των Ρώσων ήτανε που δεν είχανε καλσόν και κόκα κόλα.

Μαζί του ταξιδέψαμε τα πρώτα μας ταξίδια στο εξωτερικό. Μια λίμνη στην κεντρική Ευρώπη, ένα ξύλινο σπίτι με οξυκόρυφες στέγες, χιόνι που τόσο δεν είχα ξαναδεί, autobahn με μεγάλα τούνελ που τότε ακόμα δεν υπήρχαν στην Ελλάδα, τα κόκκινα διώροφα λεωφορεία του Λονδίνου, οι δεινόσαυροι στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και τα νεκρά έμβρυα στη φορμόλη, ένα κουκλόσπιτο που ποτέ δεν απέκτησα γιατί κόστιζε πολύ.

Μαζί του αγαπήσαμε τη φύση, τη δημιουργική ζωή και όχι τον παρασιτισμό. Πάντα κάτι έφτιαχνε, κάτι όπου μπορούσε να καταθέσει την προσωπική του σφραγίδα. Κι όσο έφτιαχνε με τα χέρια άλλο τόσο σκεφτότανε τον κόσμο και φιλοσοφούσε.

Ένας ολόκληρος κόσμος που άξιζε και που σπανίζει, που ένας ένας οι πρεσβευτές του φεύγουν, αυτές οι γενιές που ήξεραν τόσα πολλά, που έδωσαν τόσα πολλά σε αυτό τον τόπο, που υπέφεραν τα πάνδεινα την πιο ταραγμένη περίοδο της νεότερης ελληνικής ιστορίας.

Άνθρωποι που δεν είχαν διαδίκτυο και γι αυτό αγαπούσαν τα βιβλία και τα κρατούσαν φυλαγμένα στα μικρά σπίτια τους κι ας πιάνανε τόσο χώρο. Που κάποιες μουσικές τους ήταν απαγορευμένες και τις άκουγαν στα κρυφά στο μαγνητόφωνο. Οι γενιές που ήξεραν τι σημαίνει παρανομία, απαγόρευση των συναθροίσεων, τους τραμπούκους με τα περίστροφα στα πανεπιστήμια να απειλούν, το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, την κλήση στην ασφάλεια.

Κατοχή, εμφύλιος κι ύστερα χούντα. Φόβος, βία, τρομοκρατία. Πότε πρόλαβαν να ανασάνουν; Να μεγαλώνεις μέσα στον πόλεμο, ανάμεσα σε πεινασμένους, σε άθαφτα πτώματα, στη φτώχεια, τη στέρηση. Κι ύστερα η νιότη σου να παλεύει με κάθε είδους αντίδραση. Κι όμως μας άφησαν μια τεράστια παρακαταθήκη και ότι καλό είμαστε, ότι πολύτιμο έχουμε τους το χρωστάμε. Σαν, ανάμεσα στις στάχτες και τα αποκαΐδια που άφησαν οι φασίστες, να ξεπρόβαλε και να άνθισε ένα κυκλάμινο.

Ποτέ δεν είχαμε αρκετά χρήματα κι όμως ποτέ δεν νιώσαμε μέσα μας να μας λείπουν αυτά, γιατί υπήρχαν τόσα άλλα στη θέση τους, αυτά που πραγματικά αξίζουν στη ζωή. Θυμάμαι στο δημοτικό που ήθελα καινούργια παπούτσια μάρκας, αλλά ο πατέρας μου ήταν ανένδοτος, αφού δεν υπήρχαν χρήματα, ελβιέλα και τέλος. Έτσι έμαθα να μην ενδιαφέρομαι για αυτό που στα επόμενα χρόνια έγινε η κύρια απασχόληση της γενιάς μου: το shopping, η επίδειξη μέσω των ακριβών ρούχων, ακριβών αυτοκινήτων, ακριβών σπιτιών. Πέρασα αυτή τη μακρά περίοδο της νεοελληνικής αχρειότητας προσηλωμένη αιρετικά στα σημαντικά και ουσιώδη αυτού του κόσμου.

Τα λίγα χρήματα που του έμεναν τα τελευταία χρόνια τα ξόδευε σε βιβλία, εφημερίδες, φυτά και χώμα για τις γλάστρες του. Ακόμα και σε αυτή την ηλικία ένιωθε την ανάγκη να διαβάσει, να μάθει ακόμα περισσότερα έχοντας επίγνωση του πόσο απέραντη είναι η γνώση και πως δεν τελειώνει ποτέ.

Εγώ οφείλω να υπηρετήσω ό,τι ευγενικό μου δίδαξε αυτός ο άνθρωπος που είχα την τύχη να με γεννήσει. Ο αγώνας ενάντια στο άδικο, ο αγώνας ενάντια στο φασισμό, ο αγώνας υπεράσπισης της ομορφιάς, ο αγώνας επιβίωσης που δίνουμε αυτή τη στιγμή είναι για μένα ένα χρέος στη μνήμη του.

Τελευταία, επειδή δεν κατέβαινε στις πορείες - λες και δεν είχε κατέβει σε χιλιάδες πορείες σε ολόκληρη τη ζωή του- μου έλεγε: εγώ είμαι τεμπέλης, κι ας μην μπορούσε να περπατήσει καλά καλά. Αυτή ήταν η αίσθηση του καθήκοντος που είχε αυτός ο άνθρωπος, άνθρωπος με όλη τη μεστή σημασία της λέξης, με συναίσθηση της προσωπικής ευθύνης απέναντι στο κοινωνικό.


Η απουσία των αγαπημένων προσώπων που φεύγουν είναι ανυπέρβλητη και μόνο ίσως η συνήθεια, καθώς ο χρόνος περνάει, μπορεί να τη σκεπάσει, να την απαλύνει. Αφήνουν όμως μια τόσο μεγάλη κληρονομιά, στα χειροπιαστά πράγματα αλλά κυρίως μέσα στην ψυχή μας, μια κληρονομιά βαθιά χαραγμένη και ανεξίτηλη!

Απουσία Απουσία Reviewed by Διαχειριστής on Κυριακή, Οκτωβρίου 27, 2013 Rating: 5

1 σχόλιο:

Από το Blogger.