Η Χρυσή Αυγή ως νέο στοιχείο πολιτικής ανάλυσης

του Άκη Κοσώνα

[Περιθωριοποίηση και απόρριψη από το σύστημα οδηγούν σε τιμωρία και διασυρμό του συστήματος]. Υπάρχουν και πράγματα που δεν γίνονται. Η ανάπτυξη νεοναζιστικού, ιδιότυπου λούμπεν και μη, εθνικιστικού κινήματος στην Ελλάδα ήταν ένα από αυτά. Δεν είναι πια. Το λούμπεν στοιχείο περιέχεται ενδογενώς (όπως αναλογικά συμβαίνει σε όλα τα κόμματα) αλλά και ως αποτέλεσμα συγκεκριμένης οικονομικής πολιτικής που από το 2009  οδηγεί στη μιζέρια, την απόγνωση και εν τέλει στην εξαθλίωση σημαντικά κομμάτια του πληθυσμού.

Υπάρχει όμως και στοιχείο που δεν είναι και δεν παραπέμπει σε λούμπεν αλλά είναι κοινωνικά και εργασιακά περιθωριοποιημένο.

Αυτό το κομμάτι πληθυσμού συνθέτει μια υπαρκτή ψήφο προς την Χρυσή Αυγή και μια δυνάμει ψήφο προς το ίδιο κόμμα ακραίας διαμαρτυρίας επειδή ακριβώς τα άλλα δεν πράττουν κάτι ...
ορατό και αντιληπτό για να ανατρέψουν αυτό που τείνει να κυριαρχήσει ως θεσμική καθημερινότητα: Από φαινόμενο και απειλή, η ανεργία, οι απλήρωτοι λογαριασμοί, τα χρέη προς τράπεζες, ιδρύματα, τοκογλύφους μετατρέπονται σε περιεχόμενο της ζωής. Σε κατάσταση.

Τα κομμάτια αυτά ενσωματώνονται εύκολα και ανέξοδα (δεν τους ζητείται να οργανωθούν, να δράσουν, να μετέχουν, κατά τα πρότυπα των οργανώσεων της κομμουνιστικής αριστεράς) στη λογική, την έκφραση και τη συνθηματολογία της Χρυσής Αυγής αφού επιπλέον διατηρούν την ελευθερία του «α λα κάρτ»: διαλέγουν ότι τους κάνει από όσα λέει, πράττει ή προπαγανδίζει η Χ.Α. Από την άποψη αυτή, η εθνικιστική οργάνωση προσφέρει μεγάλο βαθμό ελευθερίας στους υποψήφιους ψηφοφόρους της αφού αυτοί δεν δένονται μαζί της με κάποιο τυπικό αλλά αποτελούν συναισθηματικό κομμάτι μέρους από την έκφρασή της.

Επικοινωνιακά (αν και δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η μέθοδος αυτή μελετήθηκε και δρομολογήθηκε συνειδητά προκειμένου να προσηλυτίσει με προχωρημένες μεθόδους νέους πιστούς) είναι πολύ επιτυχημένη προσέγγιση αφού οι νέοι φίλοι ή συμπαθούντες δεν υποχρεώνονται σε κάποια δέσμευση αλλά πλησιάζουν απο μόνοι τους όσες από τις ιδέες και τις πρακτικές της Χ.Α. εγκρίνουν.                                                  

Δεν είναι δηλαδή ανάγκη να συμφωνούν απολύτως μαζί της.

Μα είναι δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι που γοητεύονται απο τις ιδέες της, ή εγκρίνουν τις ιδέες της; Είναι η αφελής ερώτηση που συχνά κατατίθεται στον φοβισμένο διάλογο που (μαζεμένα και «με τρόπο») διεξάγεται. Και η απάντηση είναι μα φυσικά υπάρχουν.                    

Φόβος και καθεστωτισμός.

Συχνά επικαλούμαστε έκκρυθμες ή παράξενες περιόδους της ιστορίας για να εξηγήσουμε ανάλογα φαινόμενα και, την ίδια ώρα που το κάνουμε δεν είμαστε καθόλου πρόθυμοι να δεχθούμε ότι αυτό ή κάτι παρόμοιο μπορεί να συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα. Συμβαίνει όμως.                   
Τι μας εμποδίζει να δεχθούμε ότι συμβαίνει;  
Πρώτα απ΄ όλα ο φόβος. 
                                                                                    
Ύστερα ένας εγγενής καθεστωτισμός. Αυτός ταυτίζεται με τη δημοκρατία την οποία έχουμε μάθει να προστατεύουμε όποιο περιεχόμενο κι αν έχει αυτή: Αντί να συγκρουστούμε με το περιεχόμενο που ενδεχομένως υπονομεύει την ίδια τη δημοκρατία, το εντάσσουμε στο γίγνεσθαι μιας εξέλιξης που ούτε έχουμε σχεδιάσει ούτε έχουμε διαλέξει. Το βαφτίζουμε αναγκαίο, το ονομάζουμε παγκοσμιοποίηση, το αποενοχοποιούμε δηλαδή, μόνο και μόνο για να μην παραδεχτούμε τη δική μας ευθύνη στην οικειοποίησή του. Γιατί το οικειοποιηθήκαμε;                                                                                
Επειδή κάθε άρνηση σε κάτι που μοιάζει να έρχεται (να γεννιέται) οδηγεί σε μικρή ή μεγαλύτερη σύγκρουση με το σύστημα. Άρα οδηγεί στην αποσταθεροποίηση του μικρόκοσμου ισορροπιών που ο καθένας έχει δομήσει με ή χωρίς κόπο.  Είναι όμως το περιεχόμενο της δημοκρατίας που την καθιστά αξιόπιστη και το περιεχόμενο της σύγχρονης δημοκρατίας των μνημονίων και της υποθήκευσης χώρας και μέλλοντος είναι εχθρικό προς τους πολίτες που την κατοικούν, την απαρτίζουν και την προστατεύουν.

Όσο για τον φόβο, αυτός υπάρχει διάχυτος στην καθημερινότητά μας και άμεσα συνδυασμένος με την ενδόμυχη και μη ομολογούμενη απόφασή μας να μη διαταραχθεί τίποτα απ΄ όσα περιγράψαμε πιο πάνω. Μα, έχουν διαταραχθεί θα πει κάποιος και θα έχει δίκιο.

Η απάντηση είναι να μην διαταραχθούν περαιτέρω, να μη χάσουμε περισσότερα: Αυτό ακριβώς οδηγεί στη λογική της προστασίας του ολίγου το οποίο κατέστη τέτοιο επειδή διστάσαμε λόγω  φόβου να αντιταχθούμε στην επίθεση των δυνάμεων που οδηγούσαν εκεί.                        

Το σύνολο δηλαδή των στοιχείων που δομούσαν την εργασιακή, κοινωνική, οικονομική, ψυχική, αισθητική ισορροπία μας.                                       

Ο φόβος της περαιτέρω απώλειας περιγράφει αυτό που συμβαίνει και είναι αυτός που προσδιορίζει τις συμπεριφορές. Από την ψήφο μέχρι τις καθημερινές κινήσεις. Για παράδειγμα, όταν νομιμοποιείς με την φοβισμένη σου ψήφο κόμματα που ευθύνονται απολύτως και μόνον αυτά για τη σημερινή κατάληξη, είναι προφανές ότι για κάποιους λόγους δεν μπορείς αν υπάρξεις χωρίς αυτά. Η συνθήκη αυτή περιγράφει μια σαφώς φοβική συμπεριφορά που ενδύεται τον μανδύα της λογικής και της απαράδεκτης -μαζί και βλακώδους- εκδοχής του «δεν υπάρχει άλλη λύση» για να φέρει με νόμιμο και ηθικό (;) τρόπο στο προσκήνιο της πολιτικής τα μνημόνια, τη θεσμοποίηση του διαρκούς δανεισμού και την εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας.

Στην άλλη άκρη από αυτή τη κατηγορία πολιτών βρίσκεται μια άλλη μικρότερη αλλά διαρκώς αυξανανόμενη, που αντιδρά με ακραίο τρόπο. Ασπάζεται όσες από τις πολιτικές εκδοχές της Χ.Α. του κάνουν και αδιαφορεί πλήρως (μπορεί μάλιστα να μην αδιαφορεί, αλλά να χρησιμοποιεί ό,τι εκνευρίζει και φοβίζει τους περισσότερους από την ταυτότητα της Χ.Α. για να προκαλέσει και να αντιταχθεί στη «σιωπηρά πλειοψηφία») για τις επικίνδυνες πολιτικές θέσεις και εκφράσεις της. Η κυβερνητική  πολιτική και η εθνική επιλογή των μνημονίων με όσα αυτά περιέχουν και συνεπάγονται, οδηγούν ευθέως στην ενδυνάμωση πολιτικών και κοινωνικών εκφράσεων που δεν είχαν έως τώρα σημαντική εκπροσώπηση.

Η συζήτηση περί Χ.Α. παραπέμπει σε νομιμοποίηση;

Αποτέλεσμα είναι να αρχίσει να συζητιέται το ενδεχόμενο και οι τρόποι νομιμοποίησης συμμετοχής της Χ.Α. στη δημόσια ζωή, κάτι που έκανε σε τηλεοπτική εκπομπή του Σκάϊ ο δημοσιογράφος και ακραιφνής εκφραστής του φιλελευθερισμού Μπάμπης Παπαδημητρίου.                                                                                                     
Με τον τρόπο τους το είχαν κάνει και άλλοι, όπως ο επί χρόνια βουλευτής και υπουργός Βύρων Πολύδωρας, ίσως σε μια προσπάθεια «ρεαλιστικής καταγραφής» της πολιτικής κατάστασης. Μετά τις επιθέσεις που δέχθηκε ο αρθρογράφος και αναλυτής Σκάϊ και Καθημερινής, απάντησε με άρθρο του (13 Σεπτεμβρίου 2013) στην εφημερίδα όπου εξηγώντας «τι πράγματι πιστεύει» γράφει:                                                                                                             

«Τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ επιμένουν για μια «λαϊκή διακυβέρνηση», που θα μπορούσε να οδηγήσει τη χώρα εκτός του σημερινού πλέγματος συμμαχιών, κανόνων συναλλαγής και σειράς άλλων κανόνων που συγκροτούν την κοινωνία μας. Για να το επιτύχουν, ζητούν τη συμμετοχή των κομμουνιστών του ΚΚΕ, οι οποίοι, μέχρι στιγμής, το απορρίπτουν με βδελυγμία. Ας κάνουμε όμως τον ακόλουθο συλλογισμό: αν η συμμαχία αυτή πράγματι συμβεί, μπορεί η χώρα να αλλάξει πλεύση, με ιστορικούς όρους, αυτή τη φορά!   Όμως, μια αριστερή αλλαγή καθεστώτος, μέσω μιας σοσιαλιστικής Ελλάδας, θα προκαλέσει σοβαρότατη αντίδραση. Ο σημερινός χώρος των εθνικιστών και άλλων πολιτών που αναδεικνύουν, δημοσκοπικώς, τη Χ.Α. σε ρυθμιστικό παράγοντα, εύκολα θα συμπαραταχθεί σε μια Συντηρητική Συμμαχία, εγκαταλείποντας ορισμένες ακραία αποτρόπαιες συμπεριφορές».

Κατά πάσα πιθανότητα κάνει λάθος. Πρόκειται για την παράθεση μιας σχηματοποιημένης λογικής που αντανακλά στη μετεμφυλιακή περίοδο, όταν ο διχασμός της Ελλάδας εκφραζόταν στη βάση της σύγκρουσης κομμουνιστών και συμπαθούντων εναντίον εθνικοφρόνων.       
                                                                                                             
Κάτι τέτοιο δεν υπάρχει σήμερα. Κυριάρχησε όμως και προσδιόρισε τον εμφύλιο και την μετέπειτα περίοδο όταν  το μεγαλύτερο τμήμα των συνεργατών των γερμανών (σε ατομικό ή συλλογικό -μέσω  εθνικιστικών οργανώσεων δηλαδή- επίπεδο) εντάχθηκε στον εθνικό στρατό και αποτέλεσε μέρος του σώματος της ευρύτερης Δεξιάς. Πολλές από τις συνεργαζόμενες με τον κατακτητή ακροδεξιές εθνικιστικές οργανώσεις ενσωματώθηκαν σε μια εθνική αντικομμουνιστική παράταξη και η ύπαρξή τους νομιμοποιήθηκε με αποτέλεσμα να παραγραφεί (εν μέρει και από τη μνήμη) η αντεθνική τους δράση και η συνεργασία τους με τις δυνάμεις κατοχής. Αυτό προφανώς έχει κατά νου ο Μπ. Π. όταν λέει «ο σημερινός χώρος των εθνικιστών και άλλων πολιτών που αναδεικνύουν, δημοσκοπικώς, τη Χ.Α. σε ρυθμιστικό παράγοντα, εύκολα θα συμπαραταχθεί σε μια Συντηρητική Συμμαχία».
                                                                                                     
Όμως, αυτός ο χώρος είναι ακραία (και συχνά ακτιβίστικα) αντιμνημονιακός και επιζητεί ευκαιρίες δήλωσης, έκφρασης και διάδοσης των θέσεών του. Τις ευκαιρίες αυτές τις προσφέρει η Χ.Α. που όπως αναφέραμε δεν απαιτεί όπως οι σχηματισμοί της Αριστεράς οργάνωση και συμμετοχή : Η Χ.Α. οικειοποιείται τις ανάγκες αυτές των (πολλών είναι αλήθεια) πολιτών και τις μεταφέρει με το δικό της τρόπο στη δημόσια ζωή, άρα τις διαδίδει σε περισσότερους ανθρώπους είτε μέσω των ΜΜΕ (έστω κι αν αυτά προβάλλουν θέσεις και Χ.Α. αρνητικά) είτε μέσω της κοινωνικής δικτύωσης.                                             

Οι άνθρωποι αυτοί, όσοι τουλάχιστον προέρχονται από την ευρύτερη Δεξιά (γιατί δεν προέρχονται μόνο από εκεί οι ψηφοφόροι της Χ.Α.) έχουν τελειώσει στην παρούσα φάση (που είναι άγνωστο πόσο θα διαρκέσει) με την επίσημη και νόμιμη κοινοβουλευτική έκφραση του χώρου, με τη ΝΔ δηλαδή. Και τούτο επειδή η Νέα Δημοκρατία αν και «κόμμα νοικοκυραίων» επέλεξε πολιτική, δόγμα και δράση κατά των νοικοκυραίων αποδεχόμενη πλήρως και υλοποιώντας την πολιτική περικοπών, στερήσεων, απολύσεων, μετακινήσεων – όλα όσα συνθέτουν την πολιτική των δανειστών της Ελλάδας.       
                                 
Από την ιδεολογία στην τιμωρία

Αυτό που δεν έχει γίνει κατανοητό σε πολλά στελέχη της παραδοσιακής Δεξιάς αλλά και σε αναλυτές προερχόμενους από την αριστερά που πέρασαν στον φιλελευθερισμό (με την έννοια της κατά Πόπερ «ανοιχτής κοινωνίας») είναι ότι μέρος της βάσης της παραδοσιακής Δεξιάς έχει μετακινηθεί ριζοσπαστικότερα σε άλλες κατευθύνσεις και δεν είναι καθόλου πρόθυμο να επανακάμψει. Άλλωστε η προστασία της Ελλάδας από τον κομμουνιστικό κίνδυνο που ως ενοποιητικό σύνθημα των κάθε είδους δεξιών ψηφοφόρων λειτούργησε την περίοδο 1945-1955 (αλλά και σε επίπεδο παρακρατικών οργανώσεων υπό την ομπρέλα της επίσημης Δεξιάς έως και το 1967 που έγινε το πραξικόπημα και φυσικά και κατά τη διάρκεια της χούντας) δεν αποτελεί πλέον επιχείρημα: Δεν υπάρχει κομμουνισμός εδραιωμένος και απειλητικός για το αστικό σύστημα, δεν κινδυνεύουν οι νοικοκυραίοι, δεν φαίνεται να τους παίρνει τα σπίτια ο κομμουνισμός αλλά η τρόικα και οι τοπικοί της υπάλληλοι, δεν κυλάνε στα σύνορα προς την Ελλάδα τα σοβιετικά τανκς με επικουρία των κομμουνιστών γειτόνων.                                                              

Τα τμήματα των ψηφοφόρων που έχουν μετακινηθεί στη Χ.Α. είναι απελπισμένοι άνθρωποι που είχαν λιγότερες αντιστάσεις και αναστολές από άλλους να περάσουν (έστω πρόσκαιρα, έστω για κάποιο -κρίσιμο πάντως- διάστημα) στην άλλη όχθη. Επίσης, η οικονομική και κοινωνική καταστροφή που έχουν υποστεί είναι τέτοιας έκτασης και μορφής που καθόλου δεν ενδιαφέρονται για όσα εκφράζει ιδεολογικά η Χ.Α. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να τιμωρήσουν, να βλάψουν όσους θεωρούν υπεύθυνους για όσα τους συμβαίνουν, για όσα συμβαίνουν στη χώρα. Το λαϊκό ένστικτο αντιλαμβάνεται ότι εκείνο που ενοχλεί περισσότερο τα καθεστωτικά πολιτικά κόμματα, το αστικό σύστημα, είναι να ψηφίζεται η Χ.Α. με αποτέλεσμα σημαντικό μέρος των ψηφοφόρων να κάνει ακριβώς αυτό. Έχουμε λοιπόν μια οξεία αντιπαράθεση σημαντικού μέρους του εκλογικού σώματος με το πολιτικό σύστημα έτσι όπως αυτό εκφράζεται, δρα και λειτουργεί.

Όταν λυθούν αυτά, τότε μπορεί να έχουμε και πάλι διαχωρισμούς στη βάση ιδεολογιών που θα συνοδευτούν με συγκρούσεις και νέες συσπειρώσεις. Μέχρι τότε η αποδιάρθρωση της κοινωνίας, η διάλυση του κοινωνικού ιστού και η οργή για τα εισοδήματα που χάθηκαν και την ανεργία που μεγαλώνει, θα κυριαρχούν. Το θέμα είναι ότι το ίδιο το σύστημα και αρκετοί εκφραστές του αντιλαμβάνεται ότι η Χρυσή Αυγή για μια σειρά απο λόγους μεταβάλλεται χωρίς νομιμοποίηση από το ίδιο (χωρίς την άδειά του) σε δομικό του μέρος. Διότι αν ένα κόμμα με την ταυτότητα και τις ιδέες της Χ.Α. πάρει στις εκλογές 13% κατά τις δημοσκοπήσεις ή 20% κατά τον κ. Κασιδιάρη μετέχει πλήρως στο σύστημα. ΄Η θα ενσωματωθεί σε αυτό, ή θα το διαλύσει.

Το πρόβλημα για το σύστημα είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που θα ψηφίσουν Χ.Α. θέλει τη διάλυση του συστήματος, όχι την ενσωμάτωση της Χ.Α. σε αυτό. Δεν ενδιαφέρεται δηλαδή για τη συστημική νομιμοποίηση της Χ.Α. αλλά τη διόγκωση και τη δράση της εναντίον αυτού. Η αντίθεση και η διαμαρτυρία έστω και με βίαιο τρόπο προς το σύστημα (να πόσο γελοίο και άθλιο καθίσταται εκ των πραγμάτων το ανιαρό επιχείρημα-ερώτημα «καταδικάζεις τη βία απ΄ όπου κι αν προέρχεται;») αντικαθίστανται σταδιακά αλλά σταθερά από το μίσος και την εκδίκηση.

από το "tvxs.gr"

Η Χρυσή Αυγή ως νέο στοιχείο πολιτικής ανάλυσης Η Χρυσή Αυγή ως νέο στοιχείο πολιτικής ανάλυσης Reviewed by Διαχειριστής on Κυριακή, Σεπτεμβρίου 15, 2013 Rating: 5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.