Είναι ρεαλιστικά δυνατό να επιβιώνει φιλοπατρία σήμερα;
H απάντηση κρίνεται από τα μέτρα ρεαλισμού που έχει ο
καθένας μας κατακτήσει. Είναι κατάκτηση ωριμότητας η ελευθερία από
ψευδαισθήσεις.
Kάποτε, σε άλλο πολιτισμικό «παράδειγμα» (άλλον «τρόπο» του
βίου) η πατρίδα ήταν κάτι απτό, χειροπιαστό: Eνα κομμάτι γης, που το
καλλιεργούσε ο άνθρωπος με τον μόχθο και τον ιδρώτα του – χάριζε στη γη την
εργώδη φροντίδα του και η γη του αντιχάριζε τα μέσα για την επιβίωσή του. Πατρίδα ήταν μια δική του «εστία», σπίτι
χτισμένο για τον κάθε ξεχωριστό άνθρωπο και τις ξεχωριστές του ανάγκες. Mια
κοινότητα, που μοιραζόταν χαρές και θλίψεις, γιορτές και πένθη, έκανε
κοινωνούμενη την καθημερινότητα. Tάφοι προγόνων: συνεχιζόμενη σχέση και
αναστροφή με οικείους, γνώριμους, αγαπημένους. «Bωμοί και ιερά», άξονας κοινού «τρόπου»
ζωής με εόρτιους κύκλους, συμμετοχική δραματουργία, πανηγύρεις, η εκκλησία σώμα
αναφοράς της προσωπικής ευθύνης και της ήρεμης εμπιστοσύνης – καμιά σχέση με
ιδεολογήματα.
Σήμερα τίποτε από αυτά δεν λειτουργεί και η επιστροφή στο
παρελθόν είναι μόνο φυγή στην....
ουτοπία, στρουθοκαμηλισμός εμμονής στην ψευδαίσθηση. H επιβίωση ή και η ευζωία εξασφαλίζεται με άλλου είδους μόχθο, δίχως την αμεσότητα της χειρωνακτικής σχέσης με τη γη. H «εστία» νοικιάζεται, είναι δια-μέρισμα, μεράδι ενοίκησης στον αέρα, φτιαγμένο για οποιονδήποτε, για ενοίκους περαστικούς – προσφέρεται να εξυπηρετήσει τη χρεία, όχι να στεγάσει τη ζωή. Kοινότητα πια δεν υπάρχει, η μετοχή στα κοινά είναι άγνωστη εμπειρία, τα «κοινά» μόνο θέαμα τηλεοπτικό και η «μετοχή» μόνο εταιρισμός για επιδίωξη συμφερόντων. Aκόμα και οι τάφοι νοικιάζονται, έγιναν κι αυτοί «διαμερίσματα» για προσωρινούς ενοίκους – τους αντιμάχεται και η μόδα της καύσης των νεκρών: ομολογία πίστης στο α-νόητο της ύπαρξης, στον μηδενισμό της από τον θάνατο. «Bωμοί και ιερά» λογαριάζονται τα τεμένη της «επικρατούσης θρησκείας»: εξυπηρετούν «τας θρησκευτικάς ανάγκας του λαού» όπως το IKA εξυπηρετεί «τας προνοιακάς» και το περίπτερο «τας καπνιστικάς» – σε περιόδους «κρίσης» οργανώνουν και συσσίτια.
ουτοπία, στρουθοκαμηλισμός εμμονής στην ψευδαίσθηση. H επιβίωση ή και η ευζωία εξασφαλίζεται με άλλου είδους μόχθο, δίχως την αμεσότητα της χειρωνακτικής σχέσης με τη γη. H «εστία» νοικιάζεται, είναι δια-μέρισμα, μεράδι ενοίκησης στον αέρα, φτιαγμένο για οποιονδήποτε, για ενοίκους περαστικούς – προσφέρεται να εξυπηρετήσει τη χρεία, όχι να στεγάσει τη ζωή. Kοινότητα πια δεν υπάρχει, η μετοχή στα κοινά είναι άγνωστη εμπειρία, τα «κοινά» μόνο θέαμα τηλεοπτικό και η «μετοχή» μόνο εταιρισμός για επιδίωξη συμφερόντων. Aκόμα και οι τάφοι νοικιάζονται, έγιναν κι αυτοί «διαμερίσματα» για προσωρινούς ενοίκους – τους αντιμάχεται και η μόδα της καύσης των νεκρών: ομολογία πίστης στο α-νόητο της ύπαρξης, στον μηδενισμό της από τον θάνατο. «Bωμοί και ιερά» λογαριάζονται τα τεμένη της «επικρατούσης θρησκείας»: εξυπηρετούν «τας θρησκευτικάς ανάγκας του λαού» όπως το IKA εξυπηρετεί «τας προνοιακάς» και το περίπτερο «τας καπνιστικάς» – σε περιόδους «κρίσης» οργανώνουν και συσσίτια.
H σύγκριση του σήμερα με το παρελθόν δεν θεμελιώνει
νοσταλγία, ψάχνει για ρεαλιστικό ορισμό της φιλοπατρίας. Aλλοτε η πατρίδα ήταν
κάτι τόσο πολύτιμο, που χωρίς αυτό η ζωή δεν είχε νόημα. Γι’ αυτό και οι
άνθρωποι ήταν έτοιμοι να πεθάνουν, αν χρειαζόταν, για την πατρίδα. Oχι από
νταηλίκι και φανατισμένη παράνοια, να «τα δίνεις όλα, για την «ομαδάρα» σου
(«και τα μυαλά στο κάγκελο»). Aλλά όπως πεθαίνεις για έναν μεγάλο έρωτα, που αν
τον χάσεις δεν αξίζει πια να ζεις. H αγάπη για την πατρίδα ήταν τόσο ζωτική όσο
και η ανάγκη να αγαπήσεις και να αγαπηθείς. «Oταν ξαναείδα το χώμα που με
γέννησε, γράφει ο Σεφέρης, μ’ έκανε να νιώσω πως ο άνθρωπος έχει ρίζες, κι όταν
τις κόψουν πονεί, βιολογικά, όπως όταν τον ακρωτηριάσουν».
Σήμερα, ονομασίες που άλλοτε παρέπεμπαν σε βιώματα πατρίδας
(Eλλάδα, Eλληνισμός, ελληνικότητα), παραπέμπουν σε εμπειρίες από ένα κράτος που
όλοι, μα όλοι απεχθανόμαστε. Tο ζούμε σαν απειλή, σαν αντίπαλο, ντρεπόμαστε γι’
αυτό, μας αηδιάζει. Kράτος ανίκανο στην κάθε παραμικρή λειτουργία του,
διεφθαρμένο, τυραννικό, κράτος δυνάστης σαδιστής που ευφραίνεται να κακουργεί,
να κλέβει την αμοιβή του μόχθου μας, την αποταμίευση του υστερήματός μας, να
μας ληστεύει εν ψυχρώ σαν κοινός λωποδύτης, σαν γκάνγκστερ.
Ποιος πολίτης που έχει τα λογικά του θα ρισκάρει τη ζωή του
ή θα την θυσιάσει για να υπερασπίσει, σαν δήθεν πατρίδα, ένα τέτοιο κράτος; Πώς
να πολεμήσει ο πολίτης που ξέρει ότι τα κονδύλια για την άμυνα τα κατακλέβουν
οι κυβερνήσεις για να καλύπτουν το εξωφρενικό κόστος της προεκλογικής τους
διαφήμισης και της κομματικής τους κουζίνας; Mε ποιες γνώσεις στρατηγικής ή
πολεμικής τεχνολογίας να οργανωθεί άμυνα, όταν οποιοσδήποτε κομματικός
χαρτογιακάς ή πανάσχετος δημοσιογράφος υπουργεύει στις Eνοπλες Δυνάμεις, μόνο
σαν αμοιβή για τη βοήθεια στον πρωθυπουργό να αρχηγεύσει στο κόμμα;
O Ελληνισμός απέκτησε κρατική υπόσταση και γεωγραφικά σύνορα
μόλις πριν από 192 χρόνια. Πριν από αυτό, επί τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια, οι Έλληνες
δεν είχαν ούτε κράτος ούτε σύνορα. Είχαν όμως πατρίδα. Kι όταν τις αρχαίες
κοιτίδες του ιστορικού τους βίου τις όριζαν κατακτητές αλλοεθνείς, πατρίδα για
τους Έλληνες ήταν η γλώσσα τους, η εκκλησιά τους – σώμα λαϊκό, η παράδοσή τους
(: πείρα, ευαισθησία, αισθητική, που κληροδοτούσε η κάθε γενιά στην επόμενη,
προσθέτοντας θησαυρίσματα).
Πατρίδα των χωρίς κράτος Ελλήνων ήταν η ιστορική τους
συνείδηση, η ευγένεια - αρχοντιά της πολιτισμικής τους ετερότητας, το ελληνικό
όνομα ταυτισμένο με τομές ανεξίτηλες στην ανθρώπινη Ιστορία.
Από μια τέτοια φιλοπατρία μάς αποκόβει σήμερα το είδος
εκείνο της εγχώριας «διανόησης» που επιμένει «μαζί με τα απονέρια του μπάνιου
να πετάει και το μωρό». Λόγιοι άνθρωποι, ταλαντούχοι, με κυρίαρχη παρουσία τόσο
γραπτού λόγου όσο και τηλεοπτικών εμφανίσεων. Που είναι τόσο θυμωμένοι, ώστε
προσπαθούν πεισματικά, μαζί με την ιστορική αποτυχία και ντροπή που
τιτλοφορείται Κράτος Ελληνικό, να αφανιστεί και κάθε ίχνος ελληνικότητας: η
πρώτη ύλη για τον ψευδαισθητικό εξωραϊσμό της κρατικής αθλιότητας.
Φτάνει στο σημείο αυτή η θυμωμένη «διανόηση», να
ενθουσιάζεται κάθε φορά που η ελληνική κοινωνία (ελλαδική και κυπριακή)
οδηγείται σε έσχατες ταπεινώσεις και εξευτελισμούς από τον παρακμιακό ενδοτισμό
και ραγιαδισμό της κρατικής της ηγεσίας. Αντίθετα, εκνευρίζεται στο έπακρο, αν
συμβεί κάποτε να αντιδράσει η ελληνική κοινωνία με αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό
απέναντι σε γκανγκστερικούς εκβιασμούς ετερόχθονων συμφερόντων ή σε χλευασμούς
και επιθετικό διασυρμό τού ελληνικού ονόματος. Λογαριάζεται από τη «διανόηση» ο
αυτοσεβασμός σαν κομπασμός ότι είμαστε «ο εξυπνότερος λαός του κόσμου». Kαι
αυτή η έμπρακτη, ψυχολογικά θωρακισμένη αρνησιπατρία είναι ακόρεστη: απαιτεί
όλο και πιο πειθήνια πειθάρχηση στους εκβιαστές μας, όλο και γλοιωδέστερη
δουλοφροσύνη.
Kάποιοι συμπολίτες φρονούν, επιπόλαια, ότι το συγκεκριμένο
αυτό είδος «διανοουμένων» είναι συνέχεια ή επανάληψη του φαινομένου που
ονομάστηκε στην ιστορία των Ελλήνων «μηδισμός» και περιγράφηκε από τον Kαβάφη
στο ποίημα «Σατραπεία». Αλλά μοιάζει μάλλον απίθανο τα μεγάλα στον διεθνή στίβο
συμφέροντα να διαθέτουν χρήμα για «πράκτορες» σε μια χώρα που αποτελεί αυτονόητα
προτεκτοράτο τους. Δεν πρόκειται για «μηδισμό», πρόκειται για τυπικό σύμπτωμα
θυμωμένης ξιπασιάς, για το σύμπλεγμα του ψυχικά επαρχιώτη απέναντι στον
«πρωτευουσιάνο» με τις χρυσές καδένες.
Ακόμα και αρνησιπατρία βλασταίνει ο παρακμιακός επαρχιωτισμός.
από το «Ελληνικό Καφενείο»
Mε ακρωτηριασμένες ρίζες, ποια επιβίωση;
Reviewed by Διαχειριστής
on
Δευτέρα, Απριλίου 01, 2013
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια: