Το κοινωνικό χάσμα που προκαλεί η οικονομική κρίση και η πολιτική της εξοντωτικής λιτότητας, κατ΄ επιταγή των διεθνών επιτηρητών, μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία εντός της Θεσσαλονίκης περιοχών με τη μορφή «γκέτο».
Για το λόγο αυτό στόχος για την τοπική αυτοδιοίκηση στο πολεοδομικό συγκρότημα πρέπει να είναι η αποφυγή, μέσω παρεμβάσεων της δημοτικής αρχής και μιας συστηματικής εργασίας, παρόμοιων συγκροτήσεων που θα οδηγήσουν στη γεωγραφική κατανομή του κοινωνικού κατακερματισμού. Η δημοτική αρχή μπορεί να ξεκινήσει μια πολιτική κατοικήσιμου χώρου και να αξιοποιήσει τα ακίνητά της προς αυτή την κατεύθυνση. Θέσεις εργασίας μπορούν να δημιουργηθούν με εκτεταμένες αναπλάσεις στο κέντρο της πόλης, οι οποίες θα συμβάλλουν συγχρόνως και στη βελτίωση της δημόσιας εικόνας που παρουσιάζει η πόλη. Κάτι που θα την καταστήσει πιο ελκυστική στους επισκέπτες της.
Ένα άλλο υπαρκτό ήδη φαινόμενο στις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων της Θεσσαλονίκης είναι οι εντάσεις που αφορούν τις σχέσεις μεταξύ ενοικιαστών και ενοίκων, της μη-καταβολής των ενοικίων, της μη-καταβολής των κοινοχρήστων, της μη-καταβολής δημοτικών τελών εξ αιτίας απλήρωτων λογαριασμών κ.α. Πολλές από αυτές τις εντάσεις καταλήγουν στα δικαστήρια. Το ζήτημα χρειάζεται ιδιαίτερη προσέγγιση, διότι δεν αναφερόμαστε στους καθ΄ έξη κακοπληρωτές, αλλά για ανθρώπους που πραγματικά υστερούν και δε μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτή τη φάση της ζωής τους στην αποπληρωμή του ενοικίου τους. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στον τομέα της επαγγελματικής δραστηριότητας και των επαγγελματικών χώρων.
Η δημοτική αρχή χρειάζεται μια νέα πολιτική στο ζήτημα αυτό. Ο δήμος μπορεί να δημιουργήσει ειδικό γραφείο το οποίο θα επιβλέπει και θα διευθετεί ζητήματα που αφορούν στις σχέσεις κατοικίας και επαγγελματικών χώρων. Θα διευθετεί τάχιστα ακραίες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα το ενδεχόμενο να παραμείνει άστεγη μια οικογένεια, γεγονός που θα σήμαινε άμεσα την ολίσθησή της στη φτώχεια. Το ζήτημα τω αστέγων χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, διότι οι άστεγοι γενικώς είναι αδύνατον να βγούνε από το φαύλο κύκλο της φτώχειας. Από την άλλη πλευρά δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η παρουσία αστέγων στους δρόμους της πόλης δημιουργεί προβλήματα στη δημόσια εικόνα της και ο αντίκτυπος της σε διάφορες οικονομικές δραστηριότητες (π.χ. τουρισμός) είναι αρνητικός.
Πρόταση: η δημοτική αρχή μπορεί να συμφωνήσει με ιδιοκτήτες ακινήτων, σε αυτή την περίοδο της οικονομικής αστάθειας και της έλλειψης βεβαιότητας για την πληρωμή του ενοικίου, για την εγκατάσταση αστέγων και απόρων οικογενειών σε κατοικίες.
Από την πλευρά της η δημοτική αρχή θα αναλάβει την ευθύνη για την καταβολή του ενοικίου. Θα πρέπει να καλύψει το μεταβατικό στάδιο στο πρόβλημα στέγης που αντιμετωπίζουν οι ενοικιαστές, οι οποίοι βρίσκονται σε κίνδυνο κοινωνικής περιθωριοποίησης. Η έλλειψη στέγης οδηγεί τις περισσότερες φορές σε αυτήν. Η δημοτική αρχή θα αναλαμβάνει δηλαδή την ευθύνη για άτομα τα οποία κάποια στιγμή δε θα μπορούν να πληρώσουν το ενοίκιό τους. Μια τέτοια πολιτική μπορεί να γίνεται με συμβόλαια μεταξύ της δημοτικής αρχής και των ιδιοκτητών ακινήτων ή και χωρίς την υπογραφή συμβολαίων για να έχει η δημοτική αρχή τη σχετική ευκαμψία και να μην περιπλέκεται σε νομικά προβλήματα με τους ιδιοκτήτες. Ένα τέτοιο παράδειγμα έχουμε στην Κολωνία της Γερμανίας, η οποία είναι αδελφοποιημένη με την Θεσσαλονίκη.
Το σημαντικό στοιχείο δεν είναι η μορφή της συνεργασίας, αλλά το γεγονός της εύρεσης κατοικίας στους οικονομικά ασθενέστερους κατοίκους της πόλης και η αποφυγή προβλημάτων κοινωνικού ρατσισμού και περιθωριοποίησης των φτωχών, με την συνακόλουθη αύξηση της εγκληματικότητας. Το σημαντικότερο θα είναι η αποφυγή δημιουργίας ζωνών φτώχειας μέσα στην πόλη με απώτερο κίνδυνο αυτές να μετατραπούν σε «γκέτο».
Στην κατεύθυνση αυτή ο δήμος θα πρέπει να εκπονήσει ειδικά προγράμματα αναπλάσεων και ανακαινίσεων για δύο λόγους: α. η οικιστική κατάρρευση περιοχών εντός της πόλεως μειώνει την αξία των ακινήτων και μετατρέπει μια περιοχή σε πόλο έλξης των οικονομικά ασθενέστερων, αυτό με τη σειρά του έχει ως αποτέλεσμα το σχηματισμό του «γκέτο» και β. μια οικιστική πολιτική αυτής της μικροκλίμακας μπορεί να συμβάλλει στην τόνωση της οικονομίας και αν συνοδευτεί με οικολογικά μέτρα στο τομέα των κατασκευών να δημιουργήσει ένα νέο μικρό οικονομικό κύκλο που θα λειτουργήσει καταπραϋντικά στα αποτελέσματα της οικονομικής ύφεσης και θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας.
Υπάρχει και μια δημογραφική διάσταση στο πρόβλημα της κατοικίας. Από τη μια έχουμε ηλικιωμένους ανθρώπους που ζουν πολλές φορές μόνοι τους και έχουν στη διάθεσή τους μεγάλες κατοικίες, ενώ συγχρόνως υπάρχουν οικογένειες με μικρά παιδιά όπου η αναλογία χώρου για αυτές είναι πολύ μικρή. Η δημοτική αρχή μπορεί να επιδοτεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη μετακόμιση των ηλικιωμένων σε μικρότερες κατοικίες για να απελευθερώνονται κατοικίες με περισσότερα τετραγωνικά μέτρα για οικογένειες με πολλά μέλη. Σε μια πόλη σαν τη Θεσσαλονίκη μια τέτοια πολιτική πρόταση θα είναι πολύ δύσκολα να εφαρμοστεί, εφόσον ο μεγάλος αριθμός των φοιτητών είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο οι μικρές κατοικίες είναι πιο ακριβές από τις μεγάλες (τώρα προστίθεται και το aribnb). Η πρόταση σκοντάφτει και στη «νοοτροπία» των ηλικιωμένων ανθρώπων οι οποίοι δε θέλουν να εγκαταλείψουν τη γνώριμη σε αυτούς περιοχή και θέλουν να παραμείνουν σε οικείο περιβάλλον.
Ένα άλλο πρόβλημα είναι το ύψος της επιδότησης για μετακόμιση και τα αποτελέσματα που αυτή μπορεί να φέρει. Σε περιόδους περιορισμένων οικονομικών της δημοτικής αρχής μια τέτοια πρόταση εκλαμβάνεται συνήθως ως πολιτική φαντασίωση. Εκείνο ωστόσο που θα πρέπει να καθιερωθεί είναι η επιδότηση ενοικίου εκ μέρους του δήμου. Κατά πρώτον να δηλώσουμε ότι κάθε πολιτική που θα αφορά στην κατοικία και θα σχετίζεται με ιδιώτες, θα ισχύει μόνο για τους δημότες της Θεσσαλονίκης. Τόσο ο ενοικιαστής όσο και ο ιδιοκτήτης θα πρέπει να είναι δημότες Θεσσαλονίκης. Το μέτρο αυτό είναι απαραίτητο για να μην υπάρχουν φυγόκεντρες δυνάμεις και για να μην ενισχυθούν ζώνες φτώχειας μέσα στην ίδια την πόλη. Σε γενικές γραμμές να σημειώσουμε ότι το ζήτημα της επιδότησης του ενοικίου είναι εξαιρετικά περίπλοκο και συνδέεται με την ανάπτυξη και την επέκταση της πόλης. Η αποτελεσματικότητά του στο πλαίσιο της επεκτεινόμενης πόλης δε μπορεί να εκτιμηθεί, διότι μας λείπουν συγκεντρωτικά στοιχεία σε βάθος χρόνου και στοιχεία που να αφορούν τους ρυθμούς επέκτασης της πόλης. Επίσης δεν υπάρχει αντίστοιχος επιστημονικός ή επιστημονικοί κλάδοι που να ασχολούνται με αυτά τα ζητήματα (διεπιστημονικής φύσεως), οπότε η δημοτική αρχή θα πρέπει να καλύψει με δικούς της τρόπους το κενό αυτό στο επίπεδο της συγκροτημένης επιστημονικής γνώσης. Ίσως με μια ειδική υπηρεσία συντονισμού και μελέτης των προβλημάτων της επεκτεινόμενης Θεσσαλονίκης και γενικότερα των πόλεων σε συνεργασία με επιμέρους τμήματα των πανεπιστημίων και τις αντίστοιχες υπηρεσίες και φορείς του δημοσίου.
Μια τέτοια πολιτική στροφή του δήμου θα δημιουργήσει και θέσεις εργασίας για υψηλά καταρτισμένο προσωπικό στους συγκεκριμένους τομείς. Οι διάφορες υπηρεσίες του δήμου που αφορούν τους συγκεκριμένους τομείς είναι υποστελεχωμένες και έχουν εντελώς γραφειοκρατικό χαρακτήρα. Μεταξύ των πρωταρχικών στόχων που θα πρέπει να θέσει μια τέτοια υπηρεσία είναι η πολιτική που αφορά το δημόσιο χώρο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και η οποία θα λαμβάνει υπόψη της τις ανάγκες των κατοίκων, τα μνημεία, τον αρχαιολογικό πλούτο της που ακόμη δεν έχει αναδυθεί από το έδαφος κλπ.
Χρειαζόμαστε επειγόντως μια διεπιστημονική προσέγγιση για το μέλλον του κέντρου της πόλης της Θεσσαλονίκης. Είναι το μεγάλο πλεονέκτημα από κάθε άποψη για την πόλη και θα πρέπει να αξιοποιηθεί με τον πιο κατάλληλο τρόπο. Μια νέα πολιτική χώρου μπορεί να είναι ταυτοχρόνως μια νέα κοινωνική και οικονομική προοπτική για τη Θεσσαλονίκη.
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της Σοσιαλιστικής Προοπτικής και υποψήφιος Δημοτικός Σύμβουλος της Δ.Κ. Θεσ/νίκης «Υψίπολις» με επικεφαλής τον Γρηγόρη Ζαρωτιάδη.
Για το λόγο αυτό στόχος για την τοπική αυτοδιοίκηση στο πολεοδομικό συγκρότημα πρέπει να είναι η αποφυγή, μέσω παρεμβάσεων της δημοτικής αρχής και μιας συστηματικής εργασίας, παρόμοιων συγκροτήσεων που θα οδηγήσουν στη γεωγραφική κατανομή του κοινωνικού κατακερματισμού. Η δημοτική αρχή μπορεί να ξεκινήσει μια πολιτική κατοικήσιμου χώρου και να αξιοποιήσει τα ακίνητά της προς αυτή την κατεύθυνση. Θέσεις εργασίας μπορούν να δημιουργηθούν με εκτεταμένες αναπλάσεις στο κέντρο της πόλης, οι οποίες θα συμβάλλουν συγχρόνως και στη βελτίωση της δημόσιας εικόνας που παρουσιάζει η πόλη. Κάτι που θα την καταστήσει πιο ελκυστική στους επισκέπτες της.
Ένα άλλο υπαρκτό ήδη φαινόμενο στις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων της Θεσσαλονίκης είναι οι εντάσεις που αφορούν τις σχέσεις μεταξύ ενοικιαστών και ενοίκων, της μη-καταβολής των ενοικίων, της μη-καταβολής των κοινοχρήστων, της μη-καταβολής δημοτικών τελών εξ αιτίας απλήρωτων λογαριασμών κ.α. Πολλές από αυτές τις εντάσεις καταλήγουν στα δικαστήρια. Το ζήτημα χρειάζεται ιδιαίτερη προσέγγιση, διότι δεν αναφερόμαστε στους καθ΄ έξη κακοπληρωτές, αλλά για ανθρώπους που πραγματικά υστερούν και δε μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτή τη φάση της ζωής τους στην αποπληρωμή του ενοικίου τους. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στον τομέα της επαγγελματικής δραστηριότητας και των επαγγελματικών χώρων.
Η δημοτική αρχή χρειάζεται μια νέα πολιτική στο ζήτημα αυτό. Ο δήμος μπορεί να δημιουργήσει ειδικό γραφείο το οποίο θα επιβλέπει και θα διευθετεί ζητήματα που αφορούν στις σχέσεις κατοικίας και επαγγελματικών χώρων. Θα διευθετεί τάχιστα ακραίες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα το ενδεχόμενο να παραμείνει άστεγη μια οικογένεια, γεγονός που θα σήμαινε άμεσα την ολίσθησή της στη φτώχεια. Το ζήτημα τω αστέγων χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, διότι οι άστεγοι γενικώς είναι αδύνατον να βγούνε από το φαύλο κύκλο της φτώχειας. Από την άλλη πλευρά δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η παρουσία αστέγων στους δρόμους της πόλης δημιουργεί προβλήματα στη δημόσια εικόνα της και ο αντίκτυπος της σε διάφορες οικονομικές δραστηριότητες (π.χ. τουρισμός) είναι αρνητικός.
Πρόταση: η δημοτική αρχή μπορεί να συμφωνήσει με ιδιοκτήτες ακινήτων, σε αυτή την περίοδο της οικονομικής αστάθειας και της έλλειψης βεβαιότητας για την πληρωμή του ενοικίου, για την εγκατάσταση αστέγων και απόρων οικογενειών σε κατοικίες.
Από την πλευρά της η δημοτική αρχή θα αναλάβει την ευθύνη για την καταβολή του ενοικίου. Θα πρέπει να καλύψει το μεταβατικό στάδιο στο πρόβλημα στέγης που αντιμετωπίζουν οι ενοικιαστές, οι οποίοι βρίσκονται σε κίνδυνο κοινωνικής περιθωριοποίησης. Η έλλειψη στέγης οδηγεί τις περισσότερες φορές σε αυτήν. Η δημοτική αρχή θα αναλαμβάνει δηλαδή την ευθύνη για άτομα τα οποία κάποια στιγμή δε θα μπορούν να πληρώσουν το ενοίκιό τους. Μια τέτοια πολιτική μπορεί να γίνεται με συμβόλαια μεταξύ της δημοτικής αρχής και των ιδιοκτητών ακινήτων ή και χωρίς την υπογραφή συμβολαίων για να έχει η δημοτική αρχή τη σχετική ευκαμψία και να μην περιπλέκεται σε νομικά προβλήματα με τους ιδιοκτήτες. Ένα τέτοιο παράδειγμα έχουμε στην Κολωνία της Γερμανίας, η οποία είναι αδελφοποιημένη με την Θεσσαλονίκη.
Το σημαντικό στοιχείο δεν είναι η μορφή της συνεργασίας, αλλά το γεγονός της εύρεσης κατοικίας στους οικονομικά ασθενέστερους κατοίκους της πόλης και η αποφυγή προβλημάτων κοινωνικού ρατσισμού και περιθωριοποίησης των φτωχών, με την συνακόλουθη αύξηση της εγκληματικότητας. Το σημαντικότερο θα είναι η αποφυγή δημιουργίας ζωνών φτώχειας μέσα στην πόλη με απώτερο κίνδυνο αυτές να μετατραπούν σε «γκέτο».
Στην κατεύθυνση αυτή ο δήμος θα πρέπει να εκπονήσει ειδικά προγράμματα αναπλάσεων και ανακαινίσεων για δύο λόγους: α. η οικιστική κατάρρευση περιοχών εντός της πόλεως μειώνει την αξία των ακινήτων και μετατρέπει μια περιοχή σε πόλο έλξης των οικονομικά ασθενέστερων, αυτό με τη σειρά του έχει ως αποτέλεσμα το σχηματισμό του «γκέτο» και β. μια οικιστική πολιτική αυτής της μικροκλίμακας μπορεί να συμβάλλει στην τόνωση της οικονομίας και αν συνοδευτεί με οικολογικά μέτρα στο τομέα των κατασκευών να δημιουργήσει ένα νέο μικρό οικονομικό κύκλο που θα λειτουργήσει καταπραϋντικά στα αποτελέσματα της οικονομικής ύφεσης και θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας.
Υπάρχει και μια δημογραφική διάσταση στο πρόβλημα της κατοικίας. Από τη μια έχουμε ηλικιωμένους ανθρώπους που ζουν πολλές φορές μόνοι τους και έχουν στη διάθεσή τους μεγάλες κατοικίες, ενώ συγχρόνως υπάρχουν οικογένειες με μικρά παιδιά όπου η αναλογία χώρου για αυτές είναι πολύ μικρή. Η δημοτική αρχή μπορεί να επιδοτεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη μετακόμιση των ηλικιωμένων σε μικρότερες κατοικίες για να απελευθερώνονται κατοικίες με περισσότερα τετραγωνικά μέτρα για οικογένειες με πολλά μέλη. Σε μια πόλη σαν τη Θεσσαλονίκη μια τέτοια πολιτική πρόταση θα είναι πολύ δύσκολα να εφαρμοστεί, εφόσον ο μεγάλος αριθμός των φοιτητών είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο οι μικρές κατοικίες είναι πιο ακριβές από τις μεγάλες (τώρα προστίθεται και το aribnb). Η πρόταση σκοντάφτει και στη «νοοτροπία» των ηλικιωμένων ανθρώπων οι οποίοι δε θέλουν να εγκαταλείψουν τη γνώριμη σε αυτούς περιοχή και θέλουν να παραμείνουν σε οικείο περιβάλλον.
Ένα άλλο πρόβλημα είναι το ύψος της επιδότησης για μετακόμιση και τα αποτελέσματα που αυτή μπορεί να φέρει. Σε περιόδους περιορισμένων οικονομικών της δημοτικής αρχής μια τέτοια πρόταση εκλαμβάνεται συνήθως ως πολιτική φαντασίωση. Εκείνο ωστόσο που θα πρέπει να καθιερωθεί είναι η επιδότηση ενοικίου εκ μέρους του δήμου. Κατά πρώτον να δηλώσουμε ότι κάθε πολιτική που θα αφορά στην κατοικία και θα σχετίζεται με ιδιώτες, θα ισχύει μόνο για τους δημότες της Θεσσαλονίκης. Τόσο ο ενοικιαστής όσο και ο ιδιοκτήτης θα πρέπει να είναι δημότες Θεσσαλονίκης. Το μέτρο αυτό είναι απαραίτητο για να μην υπάρχουν φυγόκεντρες δυνάμεις και για να μην ενισχυθούν ζώνες φτώχειας μέσα στην ίδια την πόλη. Σε γενικές γραμμές να σημειώσουμε ότι το ζήτημα της επιδότησης του ενοικίου είναι εξαιρετικά περίπλοκο και συνδέεται με την ανάπτυξη και την επέκταση της πόλης. Η αποτελεσματικότητά του στο πλαίσιο της επεκτεινόμενης πόλης δε μπορεί να εκτιμηθεί, διότι μας λείπουν συγκεντρωτικά στοιχεία σε βάθος χρόνου και στοιχεία που να αφορούν τους ρυθμούς επέκτασης της πόλης. Επίσης δεν υπάρχει αντίστοιχος επιστημονικός ή επιστημονικοί κλάδοι που να ασχολούνται με αυτά τα ζητήματα (διεπιστημονικής φύσεως), οπότε η δημοτική αρχή θα πρέπει να καλύψει με δικούς της τρόπους το κενό αυτό στο επίπεδο της συγκροτημένης επιστημονικής γνώσης. Ίσως με μια ειδική υπηρεσία συντονισμού και μελέτης των προβλημάτων της επεκτεινόμενης Θεσσαλονίκης και γενικότερα των πόλεων σε συνεργασία με επιμέρους τμήματα των πανεπιστημίων και τις αντίστοιχες υπηρεσίες και φορείς του δημοσίου.
Μια τέτοια πολιτική στροφή του δήμου θα δημιουργήσει και θέσεις εργασίας για υψηλά καταρτισμένο προσωπικό στους συγκεκριμένους τομείς. Οι διάφορες υπηρεσίες του δήμου που αφορούν τους συγκεκριμένους τομείς είναι υποστελεχωμένες και έχουν εντελώς γραφειοκρατικό χαρακτήρα. Μεταξύ των πρωταρχικών στόχων που θα πρέπει να θέσει μια τέτοια υπηρεσία είναι η πολιτική που αφορά το δημόσιο χώρο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και η οποία θα λαμβάνει υπόψη της τις ανάγκες των κατοίκων, τα μνημεία, τον αρχαιολογικό πλούτο της που ακόμη δεν έχει αναδυθεί από το έδαφος κλπ.
Χρειαζόμαστε επειγόντως μια διεπιστημονική προσέγγιση για το μέλλον του κέντρου της πόλης της Θεσσαλονίκης. Είναι το μεγάλο πλεονέκτημα από κάθε άποψη για την πόλη και θα πρέπει να αξιοποιηθεί με τον πιο κατάλληλο τρόπο. Μια νέα πολιτική χώρου μπορεί να είναι ταυτοχρόνως μια νέα κοινωνική και οικονομική προοπτική για τη Θεσσαλονίκη.
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της Σοσιαλιστικής Προοπτικής και υποψήφιος Δημοτικός Σύμβουλος της Δ.Κ. Θεσ/νίκης «Υψίπολις» με επικεφαλής τον Γρηγόρη Ζαρωτιάδη.
Για μια νέα δυναμική πολιτική κατοικίας και χώρου
Reviewed by ΕΠΑΜ ΕΡΕΤΡΙΑΣ
on
Δευτέρα, Απριλίου 22, 2019
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια: