Με το αναμμένο κερί που φώτιζε το μικροσκοπικό του γραφείο
προσπαθούσε να ζεσταθεί ο Μπομπ Kράτσιτ, ο φτωχός υπάλληλος του Εμπενίζερ
Σκρουτζ στη «Χριστουγεννιάτικη ιστορία», μια που ο εργοδότης του τσιγκουνευόταν
τα κάρβουνα. Δυστυχώς, ο Μπομπ δεν τα κατάφερνε, γιατί «δεν διέθετε αρκετή
φαντασία», παρατηρεί με δηλητηριώδη ειρωνεία ο Ντίκενς.
Φαντασία, υπομονή, επινοητικότητα και μια κάπως ελαστική
αντίληψη για τα όρια ανάμεσα στο ιδιωτικό και στο δημόσιο συμφέρον ή ανάμεσα
στη νομιμότητα και στη λάιτ παρανομία: φαίνεται ότι αυτές είναι οι προϋποθέσεις
για να αντιμετωπιστεί το κρύο του χειμώνα – τουλάχιστον για ένα μεγάλο κομμάτι
του πληθυσμού. Ό,τι συνέβαινε στο Λονδίνο στις αρχές της βικτωριανής εποχής
μοιάζει να επαναλαμβάνεται, 170 χρόνια μετά, στην Ελλάδα του 2013, με τη
διαφορά ότι τώρα ο Μπομπ και ο Εμπενίζερ τουρτουρίζουν και οι δύο το ίδιο.
Μάλιστα, στη νουβέλα του Ντίκενς, ο γερο-Εμπενίζερ δεν φοβόταν την παγωνιά αφού
κουβαλούσε «το κρύο μέσα του».
Πολλές πολυκατοικίες, αρχοντικές και λαϊκές, σε καλές και σε
ξεπεσμένες συνοικίες, κήρυξαν στάση πετρελαίου. Οι δεξαμενές στέρεψαν, ενώ
πολλά «κουτιά», μετρητές του φυσικού αερίου...
ξηλώθηκαν καθώς διακόπηκε η παροχή του. Ακόμα και σε σχετικά πολυτελή γραφεία, με την παχιά μοκέτα και τους δερμάτινους καναπέδες, στελέχη και υπάλληλοι, όσοι έχουν απομείνει, εργάζονται σκαρφαλωμένοι πάνω στο αερόθερμο. Στους καθημερινούς διαλόγους ακούγονται φράσεις που μέχρι πέρυσι θα ήταν αδιανόητες, π.χ.: «Να κάψουμε οτιδήποτε και αν καίγεται... Μπροστά πηγαίνει το δασαρχείο, πίσω εμείς με τα αλυσοπρίονα... Δεν βλέπεις πουθενά άδεια καφάσια ή παλέτες αφημένες στο πεζοδρόμιο... Δεν τους φτάνει το δάσος, ξεπαστρεύουν και τα δέντρα του γείτονα... Χθες βράδυ, τα μάτια μου έτσουζαν... Απόψε η αιθαλομίχλη κόβεται με το μαχαίρι...».
ξηλώθηκαν καθώς διακόπηκε η παροχή του. Ακόμα και σε σχετικά πολυτελή γραφεία, με την παχιά μοκέτα και τους δερμάτινους καναπέδες, στελέχη και υπάλληλοι, όσοι έχουν απομείνει, εργάζονται σκαρφαλωμένοι πάνω στο αερόθερμο. Στους καθημερινούς διαλόγους ακούγονται φράσεις που μέχρι πέρυσι θα ήταν αδιανόητες, π.χ.: «Να κάψουμε οτιδήποτε και αν καίγεται... Μπροστά πηγαίνει το δασαρχείο, πίσω εμείς με τα αλυσοπρίονα... Δεν βλέπεις πουθενά άδεια καφάσια ή παλέτες αφημένες στο πεζοδρόμιο... Δεν τους φτάνει το δάσος, ξεπαστρεύουν και τα δέντρα του γείτονα... Χθες βράδυ, τα μάτια μου έτσουζαν... Απόψε η αιθαλομίχλη κόβεται με το μαχαίρι...».
Ασφαλώς υπήρξαν και υπάρχουν και χειρότερα, όμως δεν μπορεί
το ρολόι της ιστορίας να πηγαίνει προς τα πίσω, «πρέπει να λογαριάσουμε πως
προχωρούμε». Πώς είναι δυνατόν τα έξυπνα κινητά μας, οι μεγάλες έγχρωμες
τηλεοράσεις μας, οι σβέλτοι υπολογιστές μας, οι μεγάλες τεχνολογικές και
επιστημονικές ανακαλύψεις της εποχής μας να συνυπάρχουν με πρωτόγονους κι
επικίνδυνους τρόπους θέρμανσης; Πώς να συμφιλιωθούμε με τα συσσίτια, την
ξυλόσομπα, τα ξεχερσωμένα αλσύλλια, τα λεηλατημένα δάση, το νέο τοξικό νέφος ή τη
στρατιωτική καραβάνα που προβλέπεται για τη σίτιση των εκπαιδευτικών;
Ας μην εκπλαγούμε αν σε λίγο εγκαινιαστεί μια νέα τηλεφωνική
γραμμή ανώνυμων καταγγελιών: όχι του φοροφυγά ή του υπόπτου για εμπρησμό των
δασών, αλλά του νοικοκύρη που καίει υλικά κατεδαφίσεων (φορμάικες, νοβοπάν και
μελαμίνες, φύλλα ντουλαπιών μαζί με τα χερούλια), του γείτονα που από την
καμινάδα του βγαίνει κίτρινος καπνός, του επαγγελματία ή του ερασιτέχνη
λαθροϋλοτόμου.
Χιλιάδες χρόνια μετά την Εποχή του Λίθου, του Χαλκού και του
Σιδήρου, γεννιέται η παράξενη και άξενη Εποχή του Ξύλου. Αργά ή γρήγορα, η
άνοιξη θα έρθει, τα δέντρα που γλίτωσαν τη φωτιά και το τσεκούρι θα ανασάνουν,
όμως οι μέσα πάγοι δύσκολα θα λιώσουν.
Η Εποχή του Ξύλου
Reviewed by Διαχειριστής
on
Τρίτη, Ιανουαρίου 15, 2013
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια: