O Δημήτρης
Γιαννακόπουλος προσεγγίζει την ανασύσταση του Αυταρχικού Κράτους της Δεξιάς.
Μέχρι σήμερα έδειξα πώς η ελληνική κρίση ορίζεται στο
πλαίσιο δύο πολιτικών ηττών: μια εθνική – αστική εντός της ΕΕ και μια σοβαρή
ήττα του εργατικού κινήματος στο εσωτερικό. Αν ο αναγνώστης μπορέσει να
συνδυάσει αυτά τα δύο, πράγμα που δεν μπόρεσαν να κάνουν ολοκληρωμένα και με
ειλικρίνεια μέχρι στιγμής οι προοδευτικές δυνάμεις του τόπου, θα καταλάβει πώς
δομείται η πραγματικότητα εντός της οποίας ορίζει και διαπραγματεύεται τον
εαυτό του και σε μεγάλο βαθμό ποιες είναι οι προοπτικές της εθνικής οικονομίας
και του πολιτικού μας συστήματος.
Δηλαδή, μελετώντας σε συνδυασμό τις δύο ήττες, θα μπορούσε
κανείς να ορίσει το σημερινό πολιτικό φαινόμενο στην Ελλάδα ολοκληρωμένα, και
επ’ αυτού να προτείνει συλλογικές δράσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Όποιος δεν σκέφτεται έτσι, δεν στοχάζεται πολιτικά. Όποιος δεν στοχάζεται
πολιτικά είτε είναι τυφλός, εκδικητικός φορέας κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων,
που...
μισεί τους εργαζόμενους, είτε φοβισμένος ή συμπλεγματικός πολέμιος των κεφαλαιοκρατών, εμφορούμενος από μίσος και αγανάκτηση για την ίδια την εργασία.
μισεί τους εργαζόμενους, είτε φοβισμένος ή συμπλεγματικός πολέμιος των κεφαλαιοκρατών, εμφορούμενος από μίσος και αγανάκτηση για την ίδια την εργασία.
Ο συνδυασμός των δύο αυτών στάσεων είναι καταστροφικός για
την ανάπτυξη οποιασδήποτε πολιτικής, η οποία δεν θα υπονοούσε κάποια τελική
λύση: είτε τον θρίαμβο του κεφαλαίου πάνω στην εργασία μετατρέποντας την χώρα
σε σύγχρονη δουλοπαροικία, είτε την εθνικοποίηση του κεφαλαίου και την
σοσιαλιστική επανάσταση.
Μεταξύ αυτών των δύο ασυμβίβαστων στάσεων παραμορφώνεται η
πολιτική και διασκεδάζονται πιθανές λύσεις, που δεν ορίζονται στη βάση κάποιας
καταστροφής. Η μια από αυτές τις στάσεις νομιμοποιεί πολιτικά την άλλη, ενώ από
την μια, η απόλυτη ήττα με όρους υποδούλωσης των εργαζομένων εκλαμβάνεται ως
σωτηρία για το κεφάλαιο και την χώρα και από την άλλη, η απόλυτη ήττα των
ελλήνων κεφαλαιοκρατών ως σωτηρία του λαού.
Έτσι κατασκευάζεται ένα αντιληπτικό δίπολο στην πολιτική,
που καταστρέφει την ίδια την πολιτική διαδικασία με δημοκρατικούς (μη-
εξτρεμιστικούς) όρους και υπό τις σημερινές συνθήκες στην Ελλάδα υπονομεύει την
υπόσταση κράτους, δημοκρατίας και ανεπτυγμένης παραγωγικά αγοράς. Η Ελλάδα ζει
στο φάσμα της ριζοσπαστικοποίησης της δεξιάς, η οποία τείνει να προκαλέσει
αντανακλαστικά, δίχως ωστόσο να το πετυχαίνει, την ριζοσπαστικοποίηση του
λαϊκού αιτήματος της αριστεράς, ώστε να δικαιολογηθούν τα μέτρα και μέσα
καταστολής και καθυπόταξης των Συγκυβερνητών εναντίον των εργαζομένων και των
συνταξιούχων, στο πλαίσιο του δόγματος: «η πρόοδος και η ανάπτυξη είναι υπόθεση
των κεφαλαιοκρατών (επενδυτές τους αποκαλούν επί το πολιτικώς ορθότερο σήμερα)
και το κράτος (κυβέρνηση, όργανα του κράτους) δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να
διασφαλίζει τάξη, ασφάλεια και χαμηλή τιμή για την εργατική δύναμη για τους
επενδυτές».
Αυτό αποκαλείται πολιτική δόμησης «εμπιστοσύνης». Σε τούτο
αναλώνεται ο δεξιός κήρυκας κ. Σαμαράς επικαλούμενος την βοήθεια του Θεού
ασφαλώς! Πάντα ο Θεός «εμπλέκεται» στην κλασική, αφάνταστα παρωχημένη με τα
σημερινά δεδομένα δεξιά αφήγηση, για να εξευτελιστεί κι αυτός ως… παντοδύναμος!
Επικαλείται τον Θεό ο κ. Σαμαράς, ενώ στηρίζεται στους
γκεμπελίσκους για να μην αναγκαστεί να μιλήσει την γλώσσα που θα αποκάλυπτε την
πραγματική του πολιτική ταυτότητα. Μόνον που κάτι ανάλογο και μάλιστα
χυδαιότερα κάνει και η ηγεσίας της καθ’ ημάς κεντροαριστεράς (ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ),
για να κρύψει την δεξιά ιδεολογικοπολιτική της μετεξέλιξη που υπακούει σε μια
διπλή αντικειμενικότητα: διαπλοκή στο εσωτερικό, νεοφιλελευθεροποίηση της
ύστερης σοσιαλδημοκρατίας διεθνώς.
Κοιτάξτε, για να μην κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας, η κρίση
λειτουργεί ως η μεγάλη ευκαιρία επανίδρυσης του Κράτους της Δεξιάς. Δηλαδή, ως
ευκαιρία θεμελίωσης ενός αστυνομικού κράτους, όπου οι κυβερνήσεις ταυτιζόμενες
με τα συμφέροντα των μεγαλοκεφαλαιούχων, θα πολιτεύονται με γνώμονα την
καθυπόταξη των εργαζομένων, ώστε οι τελευταίοι ανίσχυροι και απελπισμένοι να
παραδίδονται στο έλος της εργοδοσίας. Αυτό έχει τεράστιες συνέπειες σε όλα τα
επίπεδα της ζωής και κυρίως σε αυτό της εξέλιξης του πολιτισμού. Εντός αυτού
του φάσματος παύει η εργασία να αναγνωρίζεται ως φορέας της γνώσης και
δημιουργός του πλούτου, ενώ υποτιμάται ως δύναμη εξέλιξης της κοινωνίας σε ένα
ανώτερο, δημοκρατικότερο στάδιο.
Η άνοδος της σκληρής δεξιάς στην Ελλάδα, εκτός από
οπισθοδρομικό φαινόμενο, αποτελεί και ύβρι στον πολιτισμό της ανθρωπότητας,
δυστυχώς. Ωστόσο η επανίδρυση του Κράτους της Δεξιάς δεν θα μπορούσε ποτέ να
επισυμβεί υπό ομαλές οικονομικο-πολιτικές περιστάσεις. Χρειαζόταν πρώτα η
επιβολή ενός καθεστώτος έκτακτης ανάγκης και αυτό συνέβη με την πρόκληση
πιστωτικής κρίσης, την χρεοκοπία και την Ευρωπροτεκτορατοποίηση της χώρας.
Η τρομερή ύφεση που προκλήθηκε αντί να αντιμετωπισθεί
ορθολογικά μέσω του στρατηγικού οικονομικού παρεμβατισμού του κράτους,
αντιμετωπίσθηκε με τα Μνημόνια με την τρόικα και μια καταφανώς αντεθνική και
αντικοινωνική Δανειακή Σύμβαση με τους εταίρους μας στην Ευρωζώνη, που
θεμελίωναν ένα καθεστώς εσωτερικής υποτίμησης. Το Κράτος της Δεξιάς αυτή τη
φορά δοκιμάζει να αναγεννηθεί μέσω της εσωτερικής υποτίμησης και της
φτωχοποίησης. Τούτο ασφαλώς δεν θα μπορούσε να γίνει «ειρηνικά» δίχως την
νομιμοποίηση που επιδιώχθηκε με το «πάση θυσία στο ευρώ». Δηλαδή, με δραχμή
αναστήλωση του Κράτους της Δεξιάς δεν θα μπορούσες να είχες δίχως μείζονες
κοινωνικές συγκρούσεις και την επιβολή στο τέλος στρατιωτικής δικτατορίας.
Ενώ με ευρώ και την απειλή επιστροφής στην δραχμή και
εξανέμισης της όποιας καταναλωτικής δύναμης των Ελλήνων, μπορεί η διαπλεκόμενη
μεγαλοαστική τάξη της χώρας, με δόρυ τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και την ΔΗΜΑΡ και με την
εγγύηση της τρόικας, να επιβάλει θεωρητικά την αναδόμηση του εξαρτημένου από
προστάτιδες δυνάμεις Κράτους της Δεξιάς. Η μορφή της συντεταγμένης χρεωκοπίας
της χώρας μας εντός της Ευρωζώνης οδηγεί στην αναδόμηση του Κράτους της Δεξιάς
και πουθενά αλλού.
Το τελευταίο αποτελεί και την αντιπαροχή προς τους Έλληνες
πλουτοκράτες, καθώς είναι βέβαιο πως εντός της σημερινής ευρωζώνης δεν
βολεύονται και θα προτιμούσαν χίλιες φορές την δραχμή υπό το σημερινό καθεστώς
πολύ περιορισμένης και ελεγχόμενης ρευστότητας. Προτιμούν να ζήσουν
περιορισμένα υπό «χρηματοπιστωτικό κομμουνισμό», παρά να διακινδυνεύσουν αυτό
που πάθανε οι Γάλλοι καπιταλιστές το 1936 με την διακυβέρνηση του Λαϊκού
Μετώπου και την άνοδο του λεγόμενου «στρουκτουραλιστικού συνδικαλισμού» [:
συνεργασία κομμουνιστών και δημοκρατών μη-κομμουνιστών για την αύξηση της
παραγωγικότητας μέσω ενός εθνικού σχεδίου οργάνωσης της παραγωγής και της
κατανάλωσης, όπου οι αποφάσεις ελαμβάνοντο με διαπραγμάτευση τριών μερών:
ιδιοκτητών μέσων παραγωγής, εργαζομένων, κυβέρνησης].
Όταν οι Γάλλοι καπιταλιστές κατάλαβαν ότι η πολύ δημοκρατία
υπονομεύει την ηγεμονία τους και πως δημιουργούνται προϋποθέσεις κοινωνικής
προόδου και αύξησης της παραγωγικότητας σε αντίθεση με τις αρχές και το
ιδεολόγημα της ελεύθερης αγοράς, με τον ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής
παντοδύναμο άρχοντα της εθνικής οικονομίας, υπονόμευσαν το εγχείρημα. Επένδυσαν
στην υστερία και καλλιέργησαν την κινδυνολογία περί Μπολσεβικισμού, βοηθούμενοι
από την απολύτως βλακώδη και ιδιοτελή συμπεριφορά κομμουνιστών και μη
-κομουνιστών αριστερών, και στο τέλος πέτυχαν να στηθεί μια κυβέρνηση που
τσάκισε το κίνημα των εργαζομένων και μαζί και την δημοκρατία στη Γαλλία, μέσω
κοινοβουλευτικών πραξικοπημάτων και κυβερνητικών διαταγμάτων – καληώρα όπως
σήμερα στην Ελλάδα – επικαλούμενη την πολεμική προετοιμασία της χώρας.
Με μια κουβέντα οι δεξιοί σήμερα στην Ελλάδα γνωρίζουν πολύ
καλά, αν δεν πρόκειται για αστοιχείωτους παπαγάλους, πως με την
αντιπληθωριστική πολιτικοοικονομική στρατηγική της Μέρκελ και ενώ η χώρα είναι
αποκλεισμένη από την αγορά και δέσμια της άθλιας Δανειακής Σύμβασης, γνήσια
οικονομικά φιλελευθέρη ανάπτυξη δεν μπορεί να επιτευχθεί. Γνωρίζουν επίσης ότι
το ευρώ είναι πολύ ισχυρό μέσο γενικών συναλλαγών για την παραγωγική
πραγματικότητα της Ελλάδας.
Ξέρουν ότι είναι παγιδευμένοι στην ύφεση και γνωρίζουν πως
μόνον με εθνικό νόμισμα και παρεμβατικές στρατηγικές από το κράτος θα μπορούσε
να επιτευχθεί ανάπτυξη με ένα σχετικά εθνικά αυτόνομο τρόπο. Όμως εξαπατούν τον
λαό ομνύοντας στο ευρώ, διότι αυτό για αυτούς αποτελεί πολιτικό και όχι
οικονομικό καταφύγιο. Φοβούνται τις πολιτικές και όχι οικονομικές συνέπειες από
την έξοδο από την ευρωζώνη, αν και φοβίζουν τον λαό με το αντίστροφο,
κινδυνολογώντας ασύστολα και αντεπιστημονικά. Το κρίσιμο γι’ αυτούς είναι να
μην απολέσουν την πολιτική κυριαρχία στην χώρα και το «πάση θυσία στο ευρώ»
ισοδυναμεί με το «πάση θυσία η αριστερά στο περιθώριο και η διαπλοκή στα
πράγματα».
Στην Ελλάδα το κίνημα των εργαζομένων και η δημοκρατία
τσακίζονται με την επίκληση του κινδύνου εξόδου της χώρας από το ευρώ. Και αυτό
κατά την στιγμή που η επιχειρηματική τάξη της χώρας, και μετά την τελευταία
αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους καί οι τραπεζίτες θα είχαν όφελος με την
επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, υπό όρους όμως που προς το παρόν δεν
διασφαλίζονται από την τρόικα. Σε κάθε περίπτωση όμως θα προτιμούσαν να ζήσουν
υπό την ομπρέλα της τρόικας και τους περιορισμούς στην κερδοσκοπία τους, που σε
κάποιες περιπτώσεις επιβάλλονται σήμερα υπό το καθεστώς Υπερεθνικής
Επιτροπείας, παρά να ρισκάρουν οποιαδήποτε αντίδραση που θα άφηνε ανολοκλήρωτο
το Κράτος (τους) της Δεξιάς.
Πρώτα θα θεμελιωθεί γερά το Κράτος της Δεξιάς και θα
διασφαλιστεί μια νέα μεταπολίτευση υπό την ηγεμονία της διαπλεκόμενης
πολιτικοεπιχειρηματικής ελίτ και μετά θα συζητήσουν στα σοβαρά με τους
Γερμανούς για την παραμονή μας στο Ευρώ, οι κεφαλαιούχοι μας. Αυτό καταλήγει
αναπόδραστα στην εισαγωγή ενός διπλού νομισματικού συστήματος για την Ελλάδα
εξαιρετικώς, την επόμενη περίοδο, για να αντιμετωπισθεί δομικά η ύφεση και
τούτο δεν μοιάζει να ενοχλεί τους Γερμανούς, ούτε κανέναν άλλον από τους
επενδυτές του διεθνούς συστήματος.
Μια χαρά θα το αποδεχόντουσαν όλοι, καθώς όλους συμφέρει
αυτή την περίοδο, εκτός από τους Έλληνες εργαζόμενους και συνταξιούχους. Γενικά
τους Έλληνες εργαζόμενους και συνταξιούχους δεν συμφέρει το Κράτος της Δεξιάς,
μόνον που δεν τους επιτρέπει η πατρωνία, το κωλορουσφέτι και η δεξιά
οικονομίστικη ή εθνικιστική κινδυνολογία να το αντιληφθούν! Αντιθέτως, τους
Έλληνες συμφέρει ένας μακροχρόνιος κοινωνικοοικονομικός εθνικός σχεδιασμός υπό
μια κυβέρνηση που δεν θα αποτελούσε προϊόν ή σύμμαχο των Ελλήνων κεφαλαιοκρατών,
αλλά από την άλλη δεν θα επεδίωκε την αντεκδίκηση και τις εθνικοποιήσεις στους
τομείς όπου η ιδιωτική πρωτοβουλία τα πάει καλά, ή παρουσιάζει οποιαδήποτε
δυναμική στον διεθνή ανταγωνισμό.
Οι Έλληνες έχουμε ανάγκη να αντιμετωπίσουμε ορθολογικά και
βιοοικονομικά την ύφεση, και επ’ αυτού ο νεοφιλελευθερισμός της Συγκυβέρνησης
σε συνάρτηση με τον «χρηματοπιστωτικό κομμουνισμό» της τρόικας δεν παρέχουν
λύση. Καμία απολύτως λύση, εκτός αν προσθέσουν συγκαλυμμένη υποτίμηση (: διπλό
νομισματικό) στην διευρυνόμενη εσωτερική υποτίμηση. Η ελληνική αστική τάξη,
ηττήθηκε και εξευτελίστηκε στο πλαίσιο των διεθνών και κυρίως ευρωπαϊκών
πολιτικών. Οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα ηττήθηκαν και αντικειμενικά το κίνημα
έχει έρθει πολλές δεκαετίες πίσω. Αυτά αποτελούν γεγονότα και είναι πρόστυχο να
τα κρύβουμε όσοι τα καταλαβαίνουμε και τα προσεγγίζουμε αναλυτικά λόγω
επαγγέλματος.
Εδώ απαιτείται ειλικρίνεια και πολιτική εντιμότητα. Αν η
αριστερά δεν αναδιοργανωθεί και σοβαρευτεί, διαμορφώνοντας ένα ουσιαστικό και
αποτελεσματικό Δημοκρατικό Μέτωπο, χωρίς να εξαφανίσει τις επιμέρους
ιδεολογικές διαφορές της και δεν αξιώσει μέσω εκλογών την διακυβέρνηση για την
σύνταξη ενός μετριοπαθούς προγράμματος εθνικής ανασυγκρότησης – όπως με επιμονή
το έχω ορίσει σε εκατοντάδες διαδικτυακά μου σημειώματα – απλώς θα συμβάλει με
τον τρόπο της στην θεμελίωση του πλέον αντιδραστικού Δεξιού Κράτους που έχει
γνωρίσει η ελληνική ιστορία μετά τον πόλεμο.
Οι δύο ήττες που ισούνται με μια κοινωνική καταστροφή,
μπορούν να μετριαστούν και μακροχρονίως να ανατραπεί το παραγόμενο ζοφώδες
κοινωνικό τους αποτέλεσμα, μόνον με την καταλυτική, διακυβερνητική παρέμβαση
της ενωμένης αριστεράς (μη-κομμουνιστικής, κομμουνιστικής και γενικά
φιλελεύθερα σοσιαλιστικής, ή σοσιαλιστικής, ακόμη και σοσιαλδημοκρατικής με
όρους 1930 και όχι 1990 ασφαλώς). Αν η οργανωμένη αριστερά αποτύχει, το Κράτος
της Δεξιάς θα αποτελέσει το διάδοχο σχήμα του Κράτους της Συγκυβέρνησης των
διαπλεκομένων κεντροδεξιών-κεντροαριστερών. Μόνον που ιστορικά είναι
αποδεδειγμένο πως το Κράτος της Δεξιάς όπου εγκαθιδρύθηκε (στην Ευρώπη ή στην
ίδια την Ελλάδα κατά το παρελθόν) οδήγησε σε μείζονες εθνικές ήττες και εθνικές
περιπέτειες, πέραν της στρεβλής οικονομικής ανάπτυξης και της καταστολής με
περιορισμό δικαιωμάτων.
Το Κράτος της Δεξιάς είναι το κράτος του άπληστου
κεφαλαιούχου που βάζει μπροστά τον χυδαίο παλαιοπολιτικό, ο οποίος με σύνθημα
την πατριδοκαπηλία, σύμβολο τον σταυρό, δίπλα στο ευρώ σήμερα, και ύμνους προς
την οικογένεια των χριστιανών υπονομεύει όλα αυτά στα οποία ορκίζεται.
Ας μην επιτρέψουμε η ταξική ήττα των Ελλήνων εργαζομένων να
εξελιχθεί σε σκλαβιά και δραματική υποχώρηση του εθνικού συμφέροντος! Ας μην
παραδώσουμε την χώρα και τις οικογένειές μας στους άπληστους, άξεστους,
επιστημονικά και τεχνολογικά καθυστερημένους, βάρβαρους, υποκριτές!
Αν η οργανωμένη αριστερά δεν δείξει πολιτική διορατικότητα
παράλληλα με αποφασιστικότητα και σωφροσύνη δεν θα υπάρξει λύση υπέρ του
ελληνικού λαού. Στην συνδικαλιστική ηγεσία δεν μπορεί κανείς σοβαρός άνθρωπος
να επενδύει. Τούτοι ναυάγησαν μέσα στον πολιτικό βούρκο μαζί με το κράτος που
πτώχευσε. Αυτή είναι μια κρίσιμη διαφορά της Ελλάδας του 2013 από την περίπτωση
της Γαλλίας του 1936, δίπλα σε άλλες, επίσης σημαντικές. Το Κράτος της Δεξιάς
δεν διασφαλίζει την ευημερία εντός του ευρώ, αλλά την αύξηση των κερδών και την
διαιώνιση της χυδαίας κουλτούρας των κερδοσκόπων Ελλήνων και ξένων εις βάρος
των εργαζομένων και του εθνικού, οικονομικού και φυσικού κεφαλαίου, ενώ
ταυτόχρονα διαμορφώνει τις συνθήκες για συντεταγμένη αποχώρηση του ευρώ από την
εσωτερική αγορά.
Δυο ήττες που ισούνται με μια κοινωνική καταστροφή
Reviewed by Διαχειριστής
on
Πέμπτη, Ιανουαρίου 10, 2013
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια: