του Λεωνίδα Βατικιώτη
Διπλό ήταν το σοκ που προκάλεσαν
τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία,
Eurostat, στις 17 Σεπτεμβρίου 2012 σε σχέση με την πορεία του εργατικού κόστους
στις χώρες μέλη της ΕΕ. Το σοκ πριν απ’ όλα αφορούσε την συντριβή που έχει
δεχτεί το εργατικό κόστος στην Ελλάδα. Προκαλεί μεγάλη εντύπωση ότι σε καμία,
μα καμία άλλη χώρα της ΕΕ δεν έχει υπάρξει τόσο μεγάλη μείωση για τόσο
παρατεταμένο χρονικό διάστημα. Όπως φαίνεται στον πίνακα που παραθέτουμε και
στις τρεις χώρες που προσέφυγαν στο Μνημόνιο (Πορτογαλία και Ιρλανδία, πέρα από
την Ελλάδα) η πορεία του εργατικού κόστους είναι κατά βάση αρνητική, μειώνεται
δηλαδή στο πέρασμα του χρόνου, αν δεν μένει ίδια, σε εμφανή αντίθεση με τον
μέσο όρο της ΕΕ των 27 και της ευρωζώνης των 17 κρατών μελών όπου σταθερά
παρατηρείται άνοδος παρότι μικρή. Αυτό που παρατηρείται στην Ελλάδα είναι χωρίς
σύγκριση καθώς έχουμε μια συνεχή και πολύ σοβαρή μείωση του εργατικού κόστους,
που κατά μέσο όρο μειώνεται κάθε τρίμηνο κατά 6%! Φαίνεται επομένως πεντακάθαρα
ποιο είναι το τεράστιο επίτευγμα των Μνημονίων, που επιβλήθηκαν με ευθύνη των
ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΛΑΟΣ και ΔΗΜΑΡ: να οδηγηθούν οι εργατικές αμοιβές στα Τάρταρα και οι
όροι ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων σε αξιοθρήνητο επίπεδο.
Πτώση μισθών – αύξηση τιμών
Το παραπάνω συμπέρασμα για την
πτώση των τιμών που δεν αμφισβητήθηκε από τους αρχιτέκτονες της πολιτικής της
λιτότητας (παρότι υποβαθμίζεται συστηματικά στην ογκούμενη φιλολογία για την
υποτιθέμενη «αναποτελεσματικότητα» της πολιτικής της ύφεσης) αποτέλεσε...
ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής της «εσωτερικής υποτίμησης». Σε αυτό το πλαίσιο
η μείωση του εργατικού κόστους αναδείχτηκε σε βασικό πυλώνα της προσπάθειας
ξεφουσκώματος των τιμών. Ακόμη δηλαδή και για την ίδια την Τρόικα (που δεν θα
δηλώσει ότι πέφτει από τον ουρανό μπροστά σε αυτά τα νούμερα, όπως θα
προσποιηθούν πιθανά οι πολιτικοί της ΔΗΜΑΡ) η πτώση των ημερομισθίων και των
μισθών ήταν το μέσο για να πέσουν οι τιμές, το «τίμημα» που έπρεπε να
καταβληθεί για την αναγκαία διόρθωση της ελληνικής οικονομίας.
Στην πραγματικότητα όμως οι τιμές
αυξήθηκαν! Μια ματιά να ρίξει κανείς στην πορεία του πληθωρισμού αποκαλύπτεται
πόσο μεγάλοι πολιτικοί απατεώνες είναι ο Τόμσεν κι η παρέα του γιατί ενώ
πέτυχαν να ζει ο κόσμος της εργασίας σε συνθήκες ακραίας φτώχειας με
περισσότερους από το 90% των συνταξιούχων να δηλώνουν αδυναμία ακόμη και να
αγοράσουν τα φάρμακά τους, παρόλα αυτά οι τιμές ούτε καν έμειναν σταθερές. Με
βάση την ανακοίνωση της Στατιστικής Υπηρεσίας στις 10 Σεπτεμβρίου ο πληθωρισμός
τον Αύγουστο του 2012 κινήθηκε στο επίπεδο του 1,7% έναντι του Αυγούστου του
2011 όταν και πάλι είχε αυξηθεί κατά τον ίδιο ρυθμό (1,7%) έναντι του Αυγούστου
του 2010. Πρόκειται για επίπεδο που χαρακτηρίζεται υψηλό, δεδομένου ότι λόγω
της παρεμβολής των εκπτώσεων οι τιμές κατά παράδοση αυτό τον μήνα κινούνται
καθοδικά. Όχι όμως στην εποχή της «εσωτερικής υποτίμησης»… Στην ίδια ανακοίνωση
φαίνεται ότι ο πληθωρισμός και τα δύο τελευταία χρόνια που εφαρμόζονται οι
θεραπείες σοκ στην ελληνική οικονομία κινείται υψηλότερα σε σχέση με την
προηγούμενη περίοδο. Ειδικότερα το 2010 ο πληθωρισμός σε ετήσια βάση κινήθηκε
στο 4,7% και το 2011 στο 3,3% όταν το 2009, προ «εσωτερικής υποτίμησης», ο
πληθωρισμός αυξήθηκε κατά 1,2%. Το πρόγραμμα της «εσωτερικής υποτίμησης» δηλαδή
επέφερε την μεγαλύτερη ανατίμηση!
Αυξημένοι φόροι
Σημαντική ευθύνη γι’ αυτή την εκ
πρώτης όψεως απρόβλεπτη εξέλιξη φέρουν οι αυξημένοι φόροι που επιβάλλει το κράτος
ώστε να μειώσει τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι η
τελική αύξηση των τιμών στις στατιστικές ομάδες μεταφορών και στέγασης, παρά
την πτώση των τιμών στα αυτοκίνητα και στα ενοίκια διαμορφώνεται από τους
αυξημένους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στα καύσιμα, που έχουν ήδη οδηγήσει την
τιμή του πετρελαίου στα ύψη και θα την πάνε ακόμη πιο ψηλά τους αμέσως
επόμενους μήνες. Δεν είναι όμως μόνο οι αυξημένοι φόροι του «μικρότερου
μνημονιακού κράτους» που ευθύνονται για το γεγονός ότι η πτώση των μισθών δεν
οδηγεί και σε πτώση των τιμών. Τεράστια ευθύνη έχουν και οι βιομήχανοι που,
πολύ απλά, μετέτρεψαν τα οφέλη από την μείωση του εργατικού κόστους και το
περιβόητο «άνοιγμα των αγορών» σε επιπλέον κέρδη ή επιχείρησαν με αυτή την
μείωση να αντισταθμίσουν μέρος των απωλειών στον τζίρο και τα κέρδη που
προκάλεσε η παρατεταμένη ύφεση. Πουθενά όμως – πλην ελαχίστων περιπτώσεων που
δεν ανατρέπουν την γενική εικόνα – η πτώση των μισθών δεν οδήγησε σε μείωση των
τιμών.
Υπ’ αυτό το πρίσμα η επιστολή που
έστειλε ο ΣΕΒ στις 27 Σεπτεμβρίου στο υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας,
Υποδομών, Μεταφοράς και Δικτύων αποδίδοντας για μια ακόμη φορά στο κράτος την
ευθύνη για την ακαμψία των τιμών αποτελεί μνημείο θράσους. Όχι επειδή δεν
φταίει το κράτος για την συνεχή αύξηση των φόρων. Αλλά επειδή οι ίδιοι οι
βιομήχανοι ζήτησαν να επιβληθεί αυτή η πολιτική, την χειροκρότησαν (ενώ στην
πολιτική αγορά οργίαζαν οι φήμες για τους κουκουλοφόρους βιομήχανους που έδιναν
οδηγίες στην Τρόικα), επωφελήθηκαν τα μέγιστα από την κατάργηση των συλλογικών
διαπραγματεύσεων, την μείωση των αποζημιώσεων και την συντριβή των μισθών
(ποιοι άλλοι εργοδότες στη γη, με εξαίρεση τους Έλληνες και τους συναδέλφους
τους σε κάτι δικτατορίες, ανακοινώνουν όποτε θέλουν μείωση μισθών;) και τώρα
για μια ακόμη φορά καταγγέλλουν την «τελευταία σοβιετική δημοκρατία». Στην
πραγματικότητα, πίσω από την μονότονα επαναλαμβανόμενη φιλολογία για το «μεγάλο
κράτος» κρύβουν τα δικά τους υπερκέρδη.
Σε κάθε περίπτωση όμως, είτε
δηλαδή δεχτούμε την απολογητική του ΣΕΒ ότι οι μειώσεις των μισθών δεν αρκούν
για να υπερκαλύψουν τις αυξήσεις των φόρων (ερμηνεία φυσικά που στρώνει το
έδαφος για να απαιτηθούν κι άλλες μειώσεις…), είτε υιοθετήσουμε το προφανές
συμπέρασμα, ότι οι μειώσεις μισθών έγιναν νέα κέρδη, κάτι που ισχύει στο
ακέραιο για τα εισαγόμενα είδη, δηλαδή τις πολυεθνικές που έχουν ενιαία
πολιτική τιμών σε όλο τον κόσμο με αποτέλεσμα κάθε μείωση μισθών να αυξάνει
ισόποσα τα κέρδη, το συμπέρασμα είναι αδιαμφισβήτητο: Η πολιτική της εσωτερικής
υποτίμησης με την μείωση των μισθών και το άνοιγμα των επαγγελμάτων απέτυχε
παταγωδώς να μειώσει το επίπεδο των τιμών, όπως υπόσχονταν οι σχεδιαστές της.
Κατ’ επέκταση η συνέχιση ακόμη και σήμερα της πολιτικής της εσωτερικής
υποτίμησης, όταν δυόμισι χρόνια μετά την εφαρμογή της οι τιμές αυξάνονται
ταχύτερα σε σύγκριση με παλιότερα, αποκαλύπτει ότι το ζητούμενο δεν ήταν η
μείωση των τιμών – αυτά είναι δικαιολογίες για τους αφελείς. Ζητούμενο ήταν και
παραμένει η μείωση μισθών και ημερομισθίων για τον κόσμο της εργασίας και η
αύξηση των κερδών. Μπροστά σε αυτό το υλικό όφελος η ντόπια οικονομική ελίτ
αποδέχτηκε το καθεστώς περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας που επέβαλαν τα
Μνημόνια και το καθεστώς κατοχής που επέβαλλε η Task Force…
Ονομαστικό ωριαίο
εργατικό κόστος ανά τρίμηνο (Q)
(ποσοστιαία μεταβολή σε σχέση με
το ίδιο τρίμηνο του προηγούμενου έτους)
Q2 ‘10 Q3 ’10
Q4 ’10 Q1 ’11 Q2 ’11
Q3 ’11 Q4 ’11
Q1 ‘12
Εωρωζώνη 1,5 1,2 1,7 2,5 2,4 2,2 2,2 1,5
ΕΕ 27 1,7 1,3 1,9 2,1 2,5 2,3 2,2 1,4
Ελλάδα -1,8 -6,6 -6,5 -6,8 -2,9 -4,2 -8,1 -11,5
Ιρλανδία 0,2 -0,7 -1,1 -1,3 -0,9 0,0 -0,8 0,9
Πορτογαλία 1,3 -0,1 4,2 0,8 -2,8 -1,0 -4,1 -1,2
Πηγή: Eurostat, 17 Σεπτεμβρίου
2012, 16 Μαρτίου 2011
Η αποτυχία της εσωτερικής υποτίμησης
Reviewed by Διαχειριστής
on
Παρασκευή, Οκτωβρίου 12, 2012
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια: