Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι
μεγαλύτερες πολιτικές μάχες βρίσκονται μπροστά μας. Δεν υπάρχει επίσης
αμφιβολία ότι αυτές οι μάχες θα δοθούν πρώτα στο επίπεδο των λέξεων και των
εννοιών, και μετά στις γειτονιές και τα οδοφράγματα. Δεδομένου πως μάχες για έννοιες
και για γειτονιές έχουν ήδη ξεκινήσει να μαίνονται απ’ άκρη σ’ άκρη στην
Ελλάδα, αυτό το κείμενο σκοπεύει να συμβάλλει σε αυτές. Το κάνει αυτό
δανειζόμενο τη σκέψη κάποιων περασμένων «ανδρών επιφανών», οι οποίοι θα
στριφογυρίζουν μες στους τάφους τους με αυτά που συμβαίνουν σήμερα στη «χώρα
που γέννησε τη δημοκρατία» και την κριτική.
Στην Ελλάδα σήμερα δύο εκφράσεις
φαίνεται να έχουν αποκτήσει προνομιακή θέση στα πεδία των μαχών. Η πρώτη είναι
η περίφημη «Ελλάδα της μεταπολίτευσης» και η δεύτερη είναι ο...
περιρρέων
«εκφασισμός της κοινωνίας». Θεωρώ και τις δύο έννοιες άστοχες και ιστορικά
άτοπες, γιατί δεν προχωρούν τη συζήτηση και τη σκέψη – και σίγουρα δεν
κερδίζουν την μάχη. Με το μυαλό στην αρχαία ελληνική αντίληψη για τη ζωή,
προτείνω την αντικατάστασή τους με δύο άλλες περιγραφικές κατηγορίες, και δη
την κουλτούρα της ύβρης και την υποταγή στην άτη, αντίστοιχα. Το τελικό
επιχείρημα του κειμένου είναι πως μονάχα μια εξέγερση ενάντια στην ύβρη μπορεί
να επαναφέρει τη Νέμεση στο σωστό δρόμο.
Ας αρχίσουμε από την αρχή. Η
«Ελλάδα της μεταπολίτευσης» έχει πεθάνει εδώ και καιρό. Σε αυτό συμφωνούμε
όλοι. Ωστόσο, η διαφωνία μου είναι πως ο θάνατος δεν επήλθε λόγω της τωρινής
κρίσης, όπως διατείνονται όσοι μιλούν για «μετα-μεταπολίτευση». Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης
πέθανε ήδη στη δεκαετία του 1990 και το πτώμα της άρχιζε να σαπίζει με την
προωθούμενη μετατροπή της χώρας σε υπερδύναμη των Βαλκανίων, «την ισχυρή
Ελλάδα» του Σημίτη. Από τότε μπαίνουμε σε άλλη ιστορική περίοδο, και δη στην
Ελλάδα της μετα-μετανάστευσης. Αυτή η περίοδος θα μπορούσε να προσδιοριστεί ως
εκείνη στην οποία η χώρα άρχισε να αναπτύσσει έναν πρωτόγνωρο «εθνικό
τσαμπουκά» προς τις γείτονες χώρες και τους λαούς των Βαλκανίων, μεγάλο μέρος
των οποίων γίνονται μετανάστες εργάτες στα σπλάχνα της. Μέσα από τις στάχτες
της Ελλάδας της μεταπολίτευσης ανατέλλει η νεοελληνική κουλτούρα της έπαρσης
και της ύβρης.
Η «ύβρις» αποτελούσε κεντρικό
ηθικό και κοσμολογικό άξονα της ζωής των αρχαίων Ελλήνων. Σήμαινε την κατάσταση
στην οποία κάποιος όχι μόνο υπερεκτιμούσε τις ικανότητες και τη δύναμή του,
αλλά κυρίως εφάρμοζε αυτήν την αλαζονεία πάνω σε ανθρώπους πιο αδύναμους και
πιο εξαθλιωμένους από αυτόν. Διέπραττε ύβρη εκείνος ο οποίος ξεχνούσε τη θέση
και την ιστορία του θέλοντας να εξομοιωθεί με τους θεούς, στην ουσία
γελοιοποιώντας τον εαυτό του.
Ο εθνικός τσαμπουκάς προς τους
ήδη ταπεινωμένους βόρειους γείτονες, που μετά από το σοκ της πτώσης του
«υπαρκτού σοσιαλισμού» γίνονται βορά σε έναν αιματηρό κι επεκτατικό
νεοφιλελευθερισμό, που καταστρέφει ό,τι είχε απομείνει από τις προηγούμενες
κοινωνικές δομές, αρχίζει με τα συλλαλητήρια για την Μακεδονία και κορυφώνεται
με τις ελληνικές «επενδύσεις» στα Βαλκάνια και με την ταυτόχρονη εισαγωγή
φτηνού εργατικού δυναμικού από τις χώρες αυτές. Είναι κοινό μυστικό πως η
ύπαρξη αυτών των φτηνών εργατικών χεριών εκτίναξαν την ελληνική οικονομία κι
έδωσαν ανάσες ζωής σε βασικές παραγωγικούς τομείς της χώρας, όπως η αγροτιά, η
οικοδομή, ο τουρισμός και η ναυτιλία. Την ίδια στιγμή, τα ίδια αυτά φαινόμενα
δίνουν τροφή στην καλλιέργεια της νεοελληνικής ύβρης. Στα καφενεία και στα
σαλόνια του ο νεόπλουτος Νεοέλληνας μαθαίνει ότι είναι φύσει ανώτερος του
Αλβανού. Μαθαίνει ταυτόχρονα και τους τρόπους να εκφράζει αυτήν την ανωτερότητα
σε καθημερινές εκφράσεις κι αστεία. Η ύβρη γιγαντώνεται καθημερινά και
διαπράττεται όχι μονάχα απέναντι σε ένα γείτονα λαό, ο οποίος βιώνει ήδη τη
μαζική μετανάστευση λόγω ανέχειας και φτώχειας, αλλά απέναντι στην ίδια του την
ιστορία ως ένας λαός κατά βάση μεταναστευτικός.
Η ύβρη αβαντάρεται από τα πρώτα
σημάδια κρατικής ανοχής απέναντι σε ρατσιστικά εγκλήματα. Το συμβάν της
δολοφονίας ενός 17χρονού Αλβανού για την κλοπή ενός καρπουζιού στα μέσα του
1990 και η αθώωση του δράστη λόγω «νόμιμης άμυνας» σηματοδοτεί την αρχή μιας
περιόδου εσωτερικού τσαμπουκά απέναντι σε ξένους εργάτες και φτωχούς
μετανάστες, ο οποίος όχι μονάχα μένει ατιμώρητος όταν δολοφονεί, αλλά γίνεται
βασικό συστατικό της νέας εργασιακής πραγματικότητας στη χώρα. Ο Αλβανός στο
μαγαζί, η Φιλιπινέζα στο σπίτι, η Ρωσίδα στον οίκο ανοχής, ο Αιγύπτιος στην
τράτα κι ο Πακιστανός στο χωράφι αποτελούν όχι μονάχα αρχετυπικά πρότυπα ενός
υποβόσκοντος μεγαλομανιακού ρατσισμού, αλλά γίνονται αναγκαία συστατικά για τη
δημιουργία μιας γενικότερης κουλτούρας (αν)αξιών που θεωρεί την φτώχεια των
«άλλων» θεόσταλτη απόδειξη της ανωτερότητας των Ελλήνων.
Η νεοελληνική κουλτούρα της ύβρης
ορίζει ως κοινωνικά πετυχημένο εκείνον που όχι μονάχα κυνηγά το εύκολο (και
πολλές φορές αιματηρό) κέρδος και την κάλπικη διάκριση, αλλά κι εκείνον που όχι
μόνο δεν κρύβεται, αλλά είναι περήφανος για αυτά τα κατορθώματα. «Μάγκας» είναι
εκείνος που διαφημίζει τις λαμογιές σε βάρος της δημόσιας περιουσίας («ό,τι
είναι νόμιμο, είναι και ηθικό») κι αυτός που ξεσπαθώνει λεκτικά (προς το παρόν)
απέναντι σε κάθε κακομοίρη που βρίσκεται στο δρόμο του προς την επιτυχία. Η
ύβρη διαποτίζει την κοινωνία, αλλά δεν τη διαβρώνει.
Αποτελεί ωστόσο ένα από τα βασικά
φίλτρα που προτείνονται για τον καθορισμό της πολιτικής στάσης του Νεοέλληνα
τόσο μέσα όσο κι έξω από τη χώρα. Έτσι λοιπόν, στην παραδοσιακά
φιλοπαλαιστινιακή Ελλάδα, οι Παλαιστίνιοι, που μάχονται με γυμνά χέρια έναν από
τους πιο εξελιγμένους μηχανισμούς καταστολής του πλανήτη, αρχίζουν να
αποκαλούνται «βρωμιάρηδες». Το ίδιο και οι Αφγανοί και οι Ιρακινοί, που τα
τελευταία δέκα χρόνια έχουν καταφέρει να γονατίσουν τη μόνη υπερδύναμη του
πλανήτη. Η «βρώμα» και η «απλυσιά» γίνονται κριτήρια πολιτικής στάσης απέναντι
σε λαούς-μόνιμα θύματα των ισχυρών της Γης, απέναντι σε λαούς που έχουν σηκώσει
σχεδόν μόνοι τους το βάρος της αντίστασης και της αξιοπρέπειας όλης της ανθρωπότητας
εδώ και δεκαετίες.
Ενδεικτικό της κουλτούρας της
ύβρης είναι το καλοκαίρι του 2004. Η Εθνική ποδοσφαίρου κατακτά το ευρωπαϊκό
πρωτάθλημα κατακρεουργώντας το άθλημα, αμυνόμενη σε όλα τα παιχνίδα. Χιλιάδες
βγαίνουν να πανηγυρίσουν την εθνική νίκη ακόμα κι αν (ή ίσως ακριβώς επειδή;)
επιτεύχθηκε με τη βοήθεια μιας καταστροφικής για το θέαμα τακτικής. Σε αυτούς
τους πανηγυρισμούς το σύνθημα «δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ Αλβανέ» δονεί
την ατμόσφαιρα, κάνοντας κάποιους να αναρωτηθούν αν «Έλληνας» τελικά σημαίνει
αυτός που κερδίζει κάτι από καθαρή τύχη ή παίζοντας απλά κατενάτσιο κι αν
«Αλβανός» σηματοδοτεί το αντίθετο. Δε περνάει καν ένας μήνας για να μάθουμε. Η
ίδια εθνική που πήρε το Euro ηττάται από την Αλβανία, κι ορδές πρωτοφασιστών σε
αγαστή συνεργασία με τα ΜΑΤ ορμάνε στους μετανάστες που βγαίνουν να
πανηγυρίσουν στις πόλεις ανά την ελληνική επικράτεια. Ένας νεκρός και 200
τραυματίες είναι ο απολογισμός της νύχτας και της ύβρης. Ο ηττημένος υβριστής
αρχίζει να προβάρει την υπέρταση της ύβρης του, να καθαρίζει δηλαδή με τη βία
στα σκοτεινά όποιον τον νικάει καθαρά στο γήπεδο.
Φυσικά το 2004 ήταν και η χρονιά
της Ολυμπιάδας, μιας ακόμα λαμπρής στιγμής της καλοαναθρεμένης πια νεοελληνικής
κουλτούρας της ύβρης. Ο «Aίολος Κεντέρης», ο μόνος λευκός που μπορούσε να
νικάει στα 200 μέτρα (!), κάνει τη χώρα να ανατριχιάζει από εθνική περηφάνια
και η εντυπωσιακή έναρξη των Αγώνων επισφραγίζει την είσοδο της χώρας στο κλαμπ
των «μεγάλων δυνάμεων». Η εθνική υπερηφάνεια δε κρατάει πολύ όμως κι ο «Aίολος»
θα αναγκαστεί να φυγαδευτεί από το Ολυμπιακό χωριό με μηχανάκι, ενώ λίγους
μήνες αργότερα η χώρα θα μάθει ότι το σύνολο της πολιτικής και στρατιωτικής της
ηγεσίας παρακολουθείται μέσα από ένα κτίριο κοντά στην Πλατεία Μαβίλη. Φυσικά,
ούτε λόγος οι υβριστές να πάνε να πουλήσουν μαγκιά σε εκείνους που
κατακρεουργούν την «εθνική περηφάνεια». Η Ελλάδα της έπαρσης χτυπάει κι
εκμεταλλεύεται μονάχα όσους είναι ήδη σκυμμένοι από την βία της φτώχειας, της
μιζέριας και της μετανάστευσης. Η Ελλάδα της ύβρης μαθαίνει να σέβεται και να
υποτάσσεται σε κάθε ισχυρό που μπορεί να κάνει καλύτερα και μεγαλύτερα
εγκλήματα από την ίδια, ακόμα και σε βάρος της.
Κάπου εκεί αρχίζει να ξεθωριάζει
η λάμψη με αποκορύφωμα την σημερινή υποταγή. Από το 2008 και μετά, μεγάλα κομμάτια
της κοινωνίας εξαθλιώνονται όχι μονάχα οικονομικά αλλά ηθικά και υπαρξιακά.
Είναι η απαρχή της συλλογικής συνειδητοποίησης της έπαρσης ως πιθανής, αν όχι
σίγουρης, επερχόμενης ήττας. Σε αυτήν την περίοδο, η ύβρις αρχίζει και βιώνεται
ως βία που γυρνάει απέναντι στον υβριστή. Η χώρα αρχίζει να δέχεται διαδοχικούς
εξευτελισμούς στο εξωτερικό με αποκορύφωση την υποταγή της στις διεθνείς
οικονομικές ελίτ. Την ίδια στιγμή, οι παλιοί φίλοι στην Ευρώπη στιγματίζουν την
«τεμπελιά των Ελλήνων» και την ακατάστατη κατάσταση στα οικονομικά της χώρας,
κρύβοντας επιμελώς την κατακλυσμιαία συνδρομή των μεταναστών στην οικονομική
άνοδο της χώρας τα χρόνια πριν το Ευρώ και επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον μονάχα
στα Greek statistics. Από τα στόματα των «κουτόφραγκων» ο επηρμένος υβριστής
αρχίζει να ακούει όλο και πιο συχνά ότι αυτό για το οποίο ήταν περήφανος το
2000 – η απάτη - φταίει για την κατάντια του το 2010. Η αυλαία πέφτει στην
Ελλάδα της ύβρης.
Οι αρχαίοι πίστευαν πως η ύβρη
προκαλεί την επέμβαση των θεών, και ειδικά του Δία, ο οποίος, γνωστός για τη
συνήθειά του να δίνει μια δεύτερη ευκαιρία σε όλους καθώς και την τάση του να
σπάει πλάκα με τους κοινούς θνητούς, δεν έστελνε αμέσως την τιμωρία στον
υβριστή. Ο Δίας έστελνε την «άτη», ένα είδος θολώματος της σκέψης που οδηγούσε
σε ακόμα μεγαλύτερη απώλεια της πραγματικότητας. Δουλειά της άτης ήταν να
παρασύρει τον υβριστή σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα ύβρης κι έπαρσης. Κι αν
εκείνος την ακολουθούσε, τότε θα έδινε στο Δία την απέραντη ικανοποίηση να
στείλει την νέμεση, την οργή των Θεών, η οποία θα κατέστρεφε τον υβριστή
ολοκληρωτικά.
Στη νεοελληνική εκδοχή της
ιστορίας, είναι πια ξεκάθαρο ότι μονάχα δύο δρόμοι ανοίγονται.
Ο ένας είναι η υποταγή στην «άτη»
και ταυτόχρονα η εκτόξευση της ύβρης και της έπαρσης. Αυτή η επιλογή φαίνεται
εύκολη γιατί όχι μόνο καλεί τον υβριστή να συνεχίσει αυτό που είχε μάθει να
κάνει ως τώρα αλλά σε πιο έντονο βαθμό. Είναι όντως πιο εύκολη γιατί προωθεί
την βία εναντίον εκείνων που ήδη βρίσκονται πεσμένοι κάτω και την υποταγή των
υπολοίπων στις δυνάμεις που υπόσχονται (φασιστικό) νόμο και (αιματηρή) τάξη.
Στο συμβολικό επίπεδο, αυτή η επιλογή σηματοδοτεί απλά και μόνο την αποδοχή και
επιβράβευση της περασμένης νεοελληνικής κουλτούρας της ύβρης. Η ύβρη, και όχι η
διαφθορά, αποτελούσε την πεμπτουσία του «συστήματος», του οποίου ΠΑΣΟΚ και ΝΔ
δεν ήταν παρά μονάχα η κορυφή του παγόβουνου. Αυτή είναι η επιλογή, την οποία
πολλοί ονομάζουν εκφασισμό της κοινωνίας, αλλά στην ουσία δεν πρόκειται για
τίποτα άλλο παρά για την συνέχιση και κορύφωση της ήδη συντελεσμένης ύβρης.
Απέναντι σε όσους επιλέγουν αυτήν την στάση, απέναντι σε όσους είναι έτοιμοι να
πατήσουν αυτούς που είναι ήδη πεσμένοι κάτω, είναι χρέος των υπολοίπων –
ελλείψει Δία και θεών - να οργανώσουν την πιο καταστροφική Νέμεση.
Η άλλη επιλογή είναι η εξέγερση
όχι μόνο εναντίον των υβριστών, αλλά κυρίως εναντίον των προηγούμενων εαυτών
μας, η εξέγερση ενάντια στην νεοελληνική κουλτούρα της ύβρης και της έπαρσης,
το ξεκαθάρισμα της συλλογικής ψυχής και το βαθύ ξερίζωμα όλων εκείνων που έκαναν
τους Νεοέλληνες να νιώθουν περήφανοι για τους πιο λανθασμένους λόγους. Η άλλη
επιλογή σημαίνει όχι μόνο ένα ριζικά διαφορετικό παρόν, και τον καθορισμό ενός κοινού μέλλοντος
μεταξύ πρώην υβριστών και πρώην υβριζομένων, αλλά και ανατροπή των πιο σκοτεινών
στιγμών της περασμένης ύβρης καθώς και την ανακάλυψη των σκιών στις φαινομενικά
πιο φωτεινές στιγμές του παρελθόντος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εξέγερση αυτή
– όμοια με εκείνη του Προμηθέα και της Αντιγόνης - θα φέρει τους εξεγερμένους
αντιμέτωπους με νέους εχθρούς αλλά πολύ περισσότερο με παλιούς εαυτούς. Κι
εκείνοι είναι πολλές φορές πολύ πιο αδίστακτοι από τους πρώτους.
από το "tvxs.gr"
Για την εξέγερση ενάντια στην ύβρη
Reviewed by Διαχειριστής
on
Σάββατο, Οκτωβρίου 27, 2012
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια: