Ένα σημαντικό γεγονός των τελευταίων ημερών που απασχολεί την ειδησεογραφία είναι η επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα. Κι απολύτως δικαιολογημένα, γιατί φαίνεται πως σηματοδοτεί σημαντικές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή το προσεχές διάστημα, που για άλλους φαίνονται θετικές και για άλλους αρνητικές, ανάλογα με τον τρόπο που διαβάζονται κι ερμηνεύονται τα γεγονότα και οι επίσημες δηλώσεις της Ελληνοτουρικής ηγεσίας.
Τα αμερικανικά πρακτορεία κι ο τουρκικός τύπος θεωρούν ότι επικράτησε (οι πρώτοι) ή ακόμα και θριάμβευσε (οι δεύτεροι) η τουρκική πολιτική. Στην Ελλάδα τα καθεστωτικά ΜΜΕ προσπαθούν να παρουσιάσουν το γεγονός ως μεγάλη διπλωματική επιτυχία που σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας εποχής αμοιβαίας συνεργασίας στις ελληνοτουρικές σχέσεις. Απ’ την άλλη όμως, αρκετοί αναλυτές τονίζουν ότι η επίσκεψη Ερντογάν στην Ελλάδα αποτελεί κορυφαίο διπλωματικό ατόπημα που εκθέτει ανεπανόρθωτα τη χώρα και θίγει τα εθνικά της συμφέροντά.
Κατά την ταπεινή μου άποψη δικαιώνονται όλες οι απόψεις, όσο παράδοξο κι αν αυτό φαίνεται. Θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι πράγματι η τουρκική πολιτική βγήκε κερδισμένη, ενώ τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα θίχτηκαν. ‘Όμως οι εξελίξεις αυτές, όσο κι αν ακούγεται αντιφατικό, φαίνεται πως πράγματι σηματοδοτούν την αλλαγή σελίδας στο παραδοσιακό πλαίσιο των ελληνοτουρκιών σχέσεων. Θα προσπαθήσουμε στη συνέχεια να καταδείξουμε πώς και γιατί συμβαίνει αυτό.
Για αυτούς που θεωρούν διπλωματική ήττα την επίσκεψη Ερντογάν τα κύρια ερωτήματα που τονίζονται είναι τα εξής:
α) γιατί η εν λόγω επίσκεψη του Ερντογάν στην Αθήνα έγινε τη δεδομένη χρονική στιγμή;
β) ποια η πολιτική της σκοπιμότητα, δηλαδή για ποιο λόγο έγινε;
γ) ποιου πρωτοβουλία ήταν, της Ελληνικής κυβέρνησης, της Τουρκίας ή υπαγορεύτηκε από εξωεθνικά κέντρα συμφερόντων;
και τέλος, δ) γιατί η διπλωματική προετοιμασία της ήταν τόσο πρόχειρη ;
Κατά τη γνώμη μου η χρονική στιγμή ήταν προσεχτικά επιλεγμένη, η διπλωματική προετοιμασία της επίσκεψης, σε αντίθεση με την επιφανειακή της προχειρότητα, ήταν επίσης επιμελημένα στοχευμένη εξυπηρετώντας όμως γεωστρατηγικές πολιτικές εξωεθνικών κέντρων κι όχι τις επιταγές των εθνικών μας συμφερόντων. Η σκοπιμότητα της επίσκεψης Ερντογάν, παρότι σε πρώτη ανάγνωση φαίνεται άκαιρη, αναιτιολόγητη κι αινιγματική, δεν μπορεί να μη συσχετιστεί με το ευρύτερο πλέγμα γεωπολιτικών ανταγωνισμών που λαμβάνουν χώρα στην περιοχή της Αν. Μεσογείου και Μέσης Ανατολής. Υπό αυτό το πρίσμα μπορεί να ερμηνευτεί, να κατανοηθεί και να γίνει σαφές τι κέρδισε η τουρκική πλευρά, τι έχασε η ελληνική και ποιους κινδύνους εγκυμονούν οι δρομολογημένες ελληνοτουρκικές συμφωνίες, που «χτίζουν γέφυρες σε γερά θεμέλια», όπως δήλωσε ο κ. Τσίπρας.
Ποιες είναι αυτές οι γέφυρες , ποια αυτά τα θεμέλια και πόσο γερά τελικά είναι ;
Τα βασικά θέματα της ατζέντας που συζητήθηκαν ήταν η Θράκη, το Αιγαίο, το μεταναστευτικό και το κυπριακό. Αυτό συνάγεται από τη συνέντευξη του Ερντογάν στον Αλ. Παπαχελά παραμονές της επίσκεψής του. Εκεί κάποιοι θεωρούν ότι ο Τούρκος πρόεδρος πραξικοπηματικά, όπως υποστηρίζουν, έβαλε τη βασική ατζέντα των τουρκικών αιτημάτων τονίζοντας ότι η Συνθήκη της Λοζάνης χρειάζεται «επικαιροποίηση στα ζητήματα που αφορούν τις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία».
Όμως τη θεματολογία της ίδιας βασικής ατζέντας επιβεβαιώνει την ίδια μέρα και ο Έλληνας Πρωθυπουργός με επίσημο ενημερωτικό σημείωμα (non paper) που εξέδωσε από το Μέγαρο Μαξίμου, επιχειρώντας παράλληλα να περιορίσει την προκλητικότητα των δηλώσεων του Ερντογάν. Εδώ διευκρινίζεται ότι η πρωτοβουλία για την έναρξη συνομιλιών ήταν της Ελλάδας προκειμένου να αλλάξει η ποιότητα των ελληνοτουρκικών σχέσεων «σε μια περίοδο κρίσης των ευρωτουρκικών σχέσεων και ανησυχητικών εξελίξεων στην Αν. Μεσόγειο με άμεσες συνέπειες στην σταθερότητα της περιοχής, στην ασφάλεια και το μεταναστευτικό.», τονίζοντας ότι «αν η Τουρκία δεν το αποδεχτεί θα αποβεί τόσο εις βάρος της περιοχής όσο και των ευρωτουρκικών σχέσεων».
Με σαφήνεια και λακωνικότητα, λοιπόν, ο Έλληνας πρωθυπουργός βάζει το γενικό πλαίσιο των συζητήσεων, δηλώνοντας όχι μόνο ποιος πήρε την πρωτοβουλία, αλλά και γιατί την πήρε. Η δήλωση σαφέστατα τονίζει πως στόχος είναι η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αλλά πιθανώς και η βελτίωση των ευρωτουρκιών σχέσεων με την μεσολάβηση της Ελλάδας.
Η αναγκαιότητα αυτή υπαγορεύεται από τις ανησυχητικές εξελίξεις στην Αν. Μεσόγειο που απειλούν τη σταθερότητα της περιοχής και την ασφάλεια. Συνέπεια αυτών των εξελίξεων είναι και το μεταναστευτικό που καλούνται να διαχειριστούν οι δύο χώρες. Μέχρι εδώ οι δηλώσεις φαίνεται ότι αποτυπώνουν θετικές προθέσεις αμοιβαίας συνεργασίας δύο γειτονικών χωρών μπροστά στον κίνδυνο που απειλεί τη γειτονιά μας.Η επόμενη πρόταση όμως φαίνεται πως υποδηλώνει μια απειλή: αν η Τουρκία αρνηθεί τη συνεργασία τότε και οι ευρωτουρκικές σχέσεις δεν θα προχωρήσουν και η περιοχή μας κινδυνεύει.
Δεν προσδιορίζονται ποιες είναι αυτές οι ανησυχητικές εξελίξεις στην Αν. Μεσόγειο, αλλά όλοι κατανοούμε πως πιθανώς εννοείται το ενδεχόμενο αναζωπύρωσης των πολεμικών επιχειρήσεων στις χώρες της Μέσης κι Εγγύς Ανατολής, όπου τα πολεμικά στρατόπεδα που αναμετρώνται είναι από τη μια ο άξονας ΗΠΑ – Ισραήλ – Σαουδική Αραβία κι απ’ την άλλη Ρωσία – Συρία – Ιράν και άλλες δορυφορικές δυνάμεις που εμπλέκονται σε αυτούς τους δύο βασικούς σχηματισμούς. Ο Τσίπρας όμως στη δήλωσή του φαίνεται να υπαινίσσεται πως αν η Τουρκία συνεργαστεί με την Ελλάδα και την Ε.Ε. η περιοχή μας θα παραμείνει ασφαλής από τις πολεμικές αναμετρήσεις έχοντας να αντιμετωπίσει μόνο τη συνέπεια του μεταναστευτικού, αν όμως αρνηθεί η ασφάλεια αυτή δεν είναι δεδομένη.
Γιατί όμως ο Τσίπρας θέτει, έμμεσα πλην σαφώς, αυτό το τελεσίγραφο στον Ερντογάν; Έχει να κάνει με τη ρωσσοτουρκική προσέγγιση καλώντας τον Ερντογάν ν΄ αλλάξει στρατόπεδο; Εμπλέκεται η Ελλάδα ενεργά στα μέτωπα αυτού του πολέμου ως μέλος της Ε.Ε.; Τα βασικά θέματα της ατζέντας συζητήσεων (Αιγαίο – Θράκη – Κύπρος) πώς και γιατί συσχετίζονται με τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και με την προαναφερόμενη πρόταση του Τσίπρα; Ερωτήματα τα οποία θα επιχειρήσουμε να διαλευκάνουμε στη συνέχεια.
Επιστρέφοντας όμως στην ανακοίνωση του Μεγάρου Μαξίμου βλέπουμε ότι, εκτός των προαναφερθέντων (σκοπιμότητα πρωτοβουλίας και βασική ατζέντα συζήτησης), αναφέρει επίσης και τα σημεία στα οποία συμφώνησαν Ελλάδα – Τουρκία. Μεταξύ αυτών σημειώνει την επανέναρξη των διερευνητικών συνομιλιών για την υφαλοκρηπίδα, νέα μέτρα για την αποσυμφόρηση των νησιών στο πλαίσιο πάντοτε της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας, τη σύσταση Μικτής Οικονομικής Επιτροπής και την προώθηση σειράς έργων υποδομών.
Οι ελληνικές θέσεις επαναλαμβάνονται στο προεδρικό μέγαρο από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, δίνοντας τη λαβή στον Τούρκο Πρόεδρο να ξετυλίξει όλη την ατζέντα των τουρκικών διεκδικήσεων, την οποία επανέλαβε κι ενώπιον του Έλληνα Πρωθυπουργού αργότερα. Οι τοποθετήσεις του Ερντογάν ερμηνεύτηκαν ως τελεσίγραφο που βάζει τις νέες τουρκικές απαιτήσεις και διεκδικήσεις είτε σε διάλογο, είτε αλλιώς, με την απειλή του casus belli. Φαίνεται ότι η Ελληνική κυβέρνηση όχι μόνο ανέχτηκε μαθήματα από κάποιον που διώκει πολίτες της χώρας του και βομβαρδίζει χωριά των Κούδρων, αλλά της υπόσχεται και συνεργασία.
Φαίνεται επίσης ότι ανέχτηκε τις τουρκικές διεκδικήσεις στην προοπτική μιας νέας εδαφικής ισορροπίας. Από την αμυντική δευτερολογία του Παυλόπουλου αξίζει να συγκρατήσουμε ότι η Συνθήκη της Λοζάνης χρήζει ερμηνείας, ενώ και ο Τσίπρας, συμφωνώντας με τον Ερντογάν, τόνισε την ανάγκη επικαιροποίησής της! Απ’ την άλλη, όλοι συμφώνησαν ότι δεν τίθεται θέμα αναθεώρησης της Συνθήκης, καθώς είναι μια Διεθνής Συμφωνία που περιλαμβάνει έντεκα χώρες. Στις άστοχες αναφορές του Ερντογάν περί αναθεώρησης οι αντιδράσεις των ΗΠΑ, Γερμανίας και Βρυξελών ήταν κατηγορηματικές και άμεσες. Το ότι η Συνθήκη Λοζάνης είναι διεθνής και δεν επιδέχεται αναθεώρηση σημαίνει πως το διεθνές statusquo είναι αδιαπραγμάτευτο. Κι αυτό το αποδέχονται όλοι. Και ο Ερντογάν!
Τι σημαίνουν όμως οι όροι «επικαιροποίηση» και «ερμηνεία διατάξεων» της Συνθήκης της Λωζάνης του 1923 και ποια θέματα αφορούν ;
H ίδια η λέξη «επικαιροποίηση» δηλώνει εναρμόνιση με την σύγχρονη πολιτικό-οικονομική πραγματικότητα, ενώ η «ερμηνεία διατάξεων» παραπέμπει σε αλλαγές που μπορούν να συμφωνηθούν σε διμερές επίπεδο και πέραν του αναγκαστικού πλαισίου του Διεθνούς Δικαίου. Και οι δύο πλευρές λοιπόν συμφωνούν πως με πολιτικούς όρους η Συμφωνία της Λοζάνης χρειάζεται αλλαγές προκειμένου να εναρμονιστεί στα δεδομένα και τις απαιτήσεις της σύγχρονης πραγματικότητας. Δεν προσδιορίζουν όμως ποια είναι αυτή η πραγματικότητα και ποιες οι επιταγές που διαμορφώνει. Δεν διασαφηνίζουνε επίσης ούτε ποιες διατάξεις της Συνθήκης της Λοζάνης χρήζουν ερμηνείας, ούτε ποια θέματα αφορούν. Οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι επικαιροποιημένες αλλαγές που θα προκύψουν από την ερμηνεία διατάξεων της Συνθήκης αφορούν ελληνοτουρκικά θέματα, τα οποία, δεδομένης της διεθνούς αντίδρασης, θα επιλυθούν κοινή συνεναίσει των δύο χωρών, στα πλαίσια διμερών συμφωνιών.
Ποια όμως είναι αυτά τα ελληνοτουρκικά ζητήματα που συνεχίζει να ρυθμίζει η Συνθήκη της Λοζάνης του 1923 και πρέπει τώρα, το 2017, μέσω διμερούς ερμηνείας των διατάξεων να επικαιροποιηθούν και να προσαρμοστούν στη σύγχρονη πολιτικό-οικονομική πραγματικότητα;
Από τα θέματα της βασικής ατζέντας συζητήσεων αυτά που συνδέονται με τη Συνθήκη της Λοζάνης είναι η Θράκη και το Αιγαίο.
Η Συνθήκη της Λοζάνης (που στις 24 Ιουλίου 1923 επικύρωσε το τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου στην Μικρά Ασία ακυρώνοντας κι αντικαθιστώντας την συνθήκη των Σεβρών του 1920 που αφορούσε τα εδαφικά κέρδη της Ελλάδας από τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο) καθορίζει το καθεστώς στη Θράκη και στο Αιγαίο, ορίζοντας τα σύνορα μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας και την εδαφική επικράτεια εκάστου. Η Σύμβαση Ανταλλαγής, που συνοδεύει τη Συνθήκη Λοζάνης κι υπογράφτηκε μερικούς μήνες νωρίτερα (30 Ιανουαρίου 1923), αφορά την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας με βάση το θρήσκευμα (όχι την εθνικότητα), υποχρεώνοντας τους μουσουλμάνους της Ελλάδας να περάσουν στην Τουρκία και τους Έλληνες χριστιανούς Ορθόδοξους της Τουρκίας να έρθουν στην Ελλάδα, επιχειρώντας επίσης να ρυθμίσει και την αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων που άφησαν πίσω προκειμένου να αποζημιωθούν, κάτι που ποτέ δεν εφαρμόστηκε ως έπρεπε και κατέληξε στον άδικο κι αυθαίρετο συμψηφισμό των περιουσιακών στοιχείων των χριστιανών.
Από την ανταλλαγή εξαιρούνταν οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης (περ. 70.000) και οι χριστιανοί (Έλληνες) της Κωνσταντινούπολης (περ. 120.000), της Ίμβρου και της Τενέδου. Με τη Σύμβαση της Λοζάνης, λοιπόν, διαμορφώνεται στην μεν Τουρκία χριστιανική μειονότητα (Ελληνικής καταγωγής), που με διώξεις κι άλλες μεθοδευμένες ενέργειες αποδεκατίστηκε στην πορεία του χρόνου αριθμώντας σήμερα μόλις 2.000, στην δε Ελλάδα μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης (Ρομά, Πομάκοι, Βούλγαροι, Σλάβοι, Τούρκοι στην καταγωγή) που σήμερα αριθμεί περίπου 120.000 (οι μισοί εκ των οποίων μη τουρκοφανείς). Οι μειονότητες αυτές αναγνωρίζονται αντίστοιχα σε κάθε κράτος ως Τούρκοι κι Έλληνες πολίτες.
Όπως έγινε σαφές από τις δηλώσεις της Τουρκικής ηγεσίας, αλλά και από την επίσκεψη Ερντογάν στην Κομοτηνή η Σύμβαση της Λοζάνης ερμηνεύεται στη βάση ότι η μουσουλμανική (πολυφυλετική και πολυεθνική) μειονότητα της Θράκης μετατρέπεται σε «τουρκική» και τίθεται υπό την αιγίδα του Ερτνογάν. Και θα πρέπει μάλλον να θεωρήσουμε αυτήν την ερμηνεία ως παγιωμένη και κοινώς αποδεκτή κι από τις δύο πλευρές, εφόσον κανένα διπλωματικό διάβημα αντίδρασης δεν την αναίρεσε.
Όσον αφορά τη Θράκη και το Αιγαίο φαίνεται επίσης ότι ερμηνεύτηκαν κι επικαιροποιήθηκαν σημαντικές παράμετροι που δημιουργούν νέα δεδομένα στην περιοχή, τα οποία θα αναλύσουμε και θα παρουσιάσουμε σε επόμενο άρθρο.
Πέραν αυτών, βέβαια, έγιναν αναφορές και σε άλλα θέματα ήσσονος σημασίας, που περισσότερο αποσκοπούσαν στη δημιουργία εντυπώσεων και πολιτικού αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης από το ουσιαστικό διακύβευμα. Αναφερόμαστε στο θέμα της εκλογής των μουφτήδων, που όμως κατά κανόνα διορίζονται∙ στη έκδοση των Τούρκων αξιωματικών που κατηγορούνται για συμμετοχή στο πραξικόπημα (κατά του) Ερντογάν, που όμως δεν παραδόθηκαν γιατί η δικαιοσύνη στην Ελλάδα είναι ανεξάρτητη∙ στην αναπαλαίωση των οθωμανικών Τζαμιών στην ελληνική επικράτεια σε αντιδιαστολή με την επαναλειτουργία της Αγιάς Σοφίας ως Τζαμί∙ το ελληνικό σχολείο για έναν μαθητή που άνοιξε ο Ερντογάν στην Ίμβρο και Τένεδο, χωρίς να θιχτεί από κανέναν το κλείσιμο της θεολογικής Σχολής της Χάλκης κ.α. Αυτά θα τα προσπεράσω για να επιμείνω σε αυτά που θεωρώ ουσιαστικό διακύβευμα και πυρήνα των διαπραγματεύσεων: δηλαδή, τι φαίνεται ότι αποφασίστηκε για τη Θράκη και το Αιγαίο και σε ποιο βαθμό αυτές οι αποφάσεις θίγουν τα εθνικά μας συμφέροντα κι απειλούν την εδαφική ακεραιότητα αυτών των περιοχών.
Αυτό που διαφαίνεται από τις δηλώσεις πάντως είναι ότι όλα αυτά γίνονται για να εγγυηθεί η ασφάλεια της περιοχής από τυχόν επέκταση των πολεμικών αναμετρήσεων στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο σαμιακό Βήμα στις 16/12/2017 και αποτελεί το 1ο μέρος μιας σειράς τεσσάρων άρθρων με τον γενικό τίτλο «ανασκόπηση της επίσκεψης Ερντογάν στην Αθήνα (7/12/2017)»
Η Ελένη Γούλα, είναι μέλος της Τ.Ο. Ε.ΠΑ.Μ. Σάμου & του Εθνικού Συμβουλίου του Ε.ΠΑ.Μ.
Πηγή: https://epamhellas.gr/
Επικαιροποίηση της Συνθήκης της Λωζάνης: Τι σημαίνει, τι αφορά, γιατί υιοθετείται
Reviewed by Unknown
on
Τρίτη, Δεκεμβρίου 19, 2017
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια: